ο Γιάννης Μαυρουδής στην Άννα Κινδύνη-Μαυρουδή
24-8-64
Ο Σαχινίδης έφερε το πολύτιμο κουτί-κασετίνα, με τον πραγματικό θησαυρό από χρώματα, μολύβια, μελάνια, όπως και το πλατύ κουτί με τα παστέλ.
Βρε Άννα, αν τα είχα όλ' αυτά πριν χρόνια θα γινόμουν ζωγράφος! Μόλις το άνοιξα, έκανα σαν τη μάνα μας. Τα μύριζα, τα ψηλαφούσα, τα δοκίμαζα και τα χάιδευα με τα μάτια. Για να δούμε αν και πότε θα τα χρησιμοποιήσω. Ήθελα να συμμεριστώ με κάποιον την ευχαρίστηση μου και φώναξα το γιο μου να με «βοηθήσει» να τα βγάλουμε κι αυτός άλλο που δεν ήθελε και δος του να με ρωτά τι είναι τούτο, τι είναι το άλλο. Και τώρα, μόλις ξυπνήσει με ρωτά «Μπαμπά, πότε θ' αρχίσουμε δουλειά;». Με πρώιμη νοημοσύνη και ζωντανός, κάνουμε οι δυο μας θαυμάσια παρέα.
Σήμερα η Μαίρη, το παιδί κι εγώ το ρίξαμε έξω. Πήγαμε σε κείνο το καφενεδάκι «Μπαμ-Μπουμ». Ήπιαμε, οι γονείς, ούζο. Φυσούσε κι ένα αυγουστιάτικο αεράκι και ήμασταν ωραία. Λοιπόν, θες το ούζο, θες η δροσούλα και η μικρή αυτή αλλαγή, θες η υγεία ένιωσα πόσο λίγα πράγματα θέλει ο άνθρωπος για να είναι καλά, για να νιώθει καλά, και πόσο είναι κρίμα να τον θυμούνται οι άλλοι σαν τσακισμένο και μίζερο, πράμα εξευτελιστικό σχεδόν... του ανδρισμού, ας πούμε, και της ζωντάνιας του, της προσωπικότητας του. Εσύ έχεις πολλή σοφία με το να τονίζεις κάθε φορά τη σημασία της γεροσύνης, συνειδητοποίησες αυτή τη σημασία και ξέρεις την αξία της.
Όλοι αρχίζουν και συνηθίζουν τον αποχωρισμό του παλικαριού μας, του Νίκου. Η ελληνική ζωή μπορεί να έχει τις σκοτούρες που τόσο δύσκολες συνθήκες τη βαραίνουν, μα το να είναι πάντα τόσο τρανταχτά τα κοινά, δεν σ' αφήνουν να κλείνεσαι στο ατομάκι σου. Ο Δήμος από τώρα μου δείχνει έναν παπά και μου λέγει «ο Μακάριος». Μάλιστα, Άννα. Από τα γεννοφάσκια μας γινόμαστε πολιτικά όντα, και η μια γενιά ακολουθεί τ' αχνάρια της άλλης, ο Δήμος, τρίχρονος, και παίρνει μέρος στην «Πορεία της ειρήνης», ξέρει τον Λαμπράκη, κι ακόμα πολύ πριν, μωρουδάκι, μου έδειχνε με το δαχτυλάκι του τις φωτογραφίες, κι έλεγε «Να ο Γκαγκάριν!» Σε γεγονότα όπως τα τωρινά, πολιτικοποιούνται όλοι και η Κύπρος έγινε ένα μεγάλο ξυπνητήρι συνειδήσεων. Ακούς τους εφημεριδοπώλες να διαλαλούν τα νέα, το φοιτηταριό να κινείται και μαζικά να ξεχύνεται, οι άνθρωποι να συζητούν, μπαίνεις αμέσως σε άλλη ατμόσφαιρα από την της απομόνωσης. Θυμούμαι πως η Μάνα μας χρόνια είχε να ξεμυτίσει από το σπίτι. Όμως, με το έμπα-έβγα των παιδιών της, με τις ασχολίες τους, τις σκοτούρες τους, τη δράση και προσδοκίες τους ζούσε σε ανοιχτόν αέρα και είχε ενδιαφέροντα ίσαμε την τελευταία της ώρα, και ας έλεγε «Δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μυρίζω». Δεν πρέπει, λοιπόν, να νομίζεις πως εδώ «ζούμε κλειστά». Σε πολλά άλλα μπορεί να υστερούμε απ' αυτού, μα τα προβλήματα και τα ενδιαφέροντα μας είναι φλογερά. Είναι καλό που ζητούμε τα πάθη να έχουν αλήθεια και οι αλήθειες να έχουνε πάθος, γιατί αυτό σημαίνει πως δεν αρκούμαστε ούτε στην απλή «θεώρηση», ούτε σ' ένα στείρο συναισθηματικό ψευτορομαντισμό.
Αυτές τις μέρες η Μ. κι εγώ ζητούμε μεταφραστική δουλειά. Το Λεξικό Ελευθερουδάκη μου προτείνει κάποια δουλειά συνεργασίας «πρωτότυπης». Βιογραφικά ορισμένων ζωγράφων κ.λπ. Θα δεχθώ οπωσδήποτε. Αν πρόκειται για ζωγράφους σύγχρονους, του αιώνα, μα για ξένους θα πρέπει να βρω πηγές. Δεν ξέρω αν αυτό το «Panorama de l' Art International Contemporain» βοηθά σχετικά. Βιογραφικά σημειώματα Ελλήνων είναι πιο εύκολο, αφού μπορώ να τους το ζητώ και ανάλογα να επεξεργάζομαι την περίπτωση.
Δουλεύω, φυσικά, πολύ δύσκολα, κι αυτό καταντά μειονέκτημα από άποψη επαγγελματική. Όταν π.χ. μου δοθεί το θέμα «Ζωγραφική» (στην Ελλάδα) ή «Βυζαντινή τέχνη», με την τάση που έχω να μην κάνω τίποτα το τσαπατσούλικο, σημαίνει αυτό μήνες και μήνες μελέτες, αναδρομές σε βιβλιογραφίες, μερονύχτια, πνευματικό ξεζούμισμα, σωστή και υπεύθυνη εργασία σε παρθενικό έδαφος, αφού με τη μέθοδο μας θέλουν άλλο κοίταγμα.
Θέλω να επικοινωνώ μαζί σου, μα καταλήγω να σου γράφω πολύλογα και πού, και πού ασήμαντα ίσως.
Δεκαοκτώ χρόνια αλληλογραφούμε κι έγινε πια ψυχική και πνευματική μου ανάγκη αυτή η αλληλογραφία. Συγχώρα, λοιπόν, τον αδερφό σου αν καμιά φορά φλυαρεί, κι ας είσαι μαζί του, ουγκαταβατική, και όπως πάντα, μεγαλόκαρδη.
Φιλιά
Γιάννης
Βρε Άννα, αν τα είχα όλ' αυτά πριν χρόνια θα γινόμουν ζωγράφος! Μόλις το άνοιξα, έκανα σαν τη μάνα μας. Τα μύριζα, τα ψηλαφούσα, τα δοκίμαζα και τα χάιδευα με τα μάτια. Για να δούμε αν και πότε θα τα χρησιμοποιήσω. Ήθελα να συμμεριστώ με κάποιον την ευχαρίστηση μου και φώναξα το γιο μου να με «βοηθήσει» να τα βγάλουμε κι αυτός άλλο που δεν ήθελε και δος του να με ρωτά τι είναι τούτο, τι είναι το άλλο. Και τώρα, μόλις ξυπνήσει με ρωτά «Μπαμπά, πότε θ' αρχίσουμε δουλειά;». Με πρώιμη νοημοσύνη και ζωντανός, κάνουμε οι δυο μας θαυμάσια παρέα.
Σήμερα η Μαίρη, το παιδί κι εγώ το ρίξαμε έξω. Πήγαμε σε κείνο το καφενεδάκι «Μπαμ-Μπουμ». Ήπιαμε, οι γονείς, ούζο. Φυσούσε κι ένα αυγουστιάτικο αεράκι και ήμασταν ωραία. Λοιπόν, θες το ούζο, θες η δροσούλα και η μικρή αυτή αλλαγή, θες η υγεία ένιωσα πόσο λίγα πράγματα θέλει ο άνθρωπος για να είναι καλά, για να νιώθει καλά, και πόσο είναι κρίμα να τον θυμούνται οι άλλοι σαν τσακισμένο και μίζερο, πράμα εξευτελιστικό σχεδόν... του ανδρισμού, ας πούμε, και της ζωντάνιας του, της προσωπικότητας του. Εσύ έχεις πολλή σοφία με το να τονίζεις κάθε φορά τη σημασία της γεροσύνης, συνειδητοποίησες αυτή τη σημασία και ξέρεις την αξία της.
Όλοι αρχίζουν και συνηθίζουν τον αποχωρισμό του παλικαριού μας, του Νίκου. Η ελληνική ζωή μπορεί να έχει τις σκοτούρες που τόσο δύσκολες συνθήκες τη βαραίνουν, μα το να είναι πάντα τόσο τρανταχτά τα κοινά, δεν σ' αφήνουν να κλείνεσαι στο ατομάκι σου. Ο Δήμος από τώρα μου δείχνει έναν παπά και μου λέγει «ο Μακάριος». Μάλιστα, Άννα. Από τα γεννοφάσκια μας γινόμαστε πολιτικά όντα, και η μια γενιά ακολουθεί τ' αχνάρια της άλλης, ο Δήμος, τρίχρονος, και παίρνει μέρος στην «Πορεία της ειρήνης», ξέρει τον Λαμπράκη, κι ακόμα πολύ πριν, μωρουδάκι, μου έδειχνε με το δαχτυλάκι του τις φωτογραφίες, κι έλεγε «Να ο Γκαγκάριν!» Σε γεγονότα όπως τα τωρινά, πολιτικοποιούνται όλοι και η Κύπρος έγινε ένα μεγάλο ξυπνητήρι συνειδήσεων. Ακούς τους εφημεριδοπώλες να διαλαλούν τα νέα, το φοιτηταριό να κινείται και μαζικά να ξεχύνεται, οι άνθρωποι να συζητούν, μπαίνεις αμέσως σε άλλη ατμόσφαιρα από την της απομόνωσης. Θυμούμαι πως η Μάνα μας χρόνια είχε να ξεμυτίσει από το σπίτι. Όμως, με το έμπα-έβγα των παιδιών της, με τις ασχολίες τους, τις σκοτούρες τους, τη δράση και προσδοκίες τους ζούσε σε ανοιχτόν αέρα και είχε ενδιαφέροντα ίσαμε την τελευταία της ώρα, και ας έλεγε «Δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μυρίζω». Δεν πρέπει, λοιπόν, να νομίζεις πως εδώ «ζούμε κλειστά». Σε πολλά άλλα μπορεί να υστερούμε απ' αυτού, μα τα προβλήματα και τα ενδιαφέροντα μας είναι φλογερά. Είναι καλό που ζητούμε τα πάθη να έχουν αλήθεια και οι αλήθειες να έχουνε πάθος, γιατί αυτό σημαίνει πως δεν αρκούμαστε ούτε στην απλή «θεώρηση», ούτε σ' ένα στείρο συναισθηματικό ψευτορομαντισμό.
Αυτές τις μέρες η Μ. κι εγώ ζητούμε μεταφραστική δουλειά. Το Λεξικό Ελευθερουδάκη μου προτείνει κάποια δουλειά συνεργασίας «πρωτότυπης». Βιογραφικά ορισμένων ζωγράφων κ.λπ. Θα δεχθώ οπωσδήποτε. Αν πρόκειται για ζωγράφους σύγχρονους, του αιώνα, μα για ξένους θα πρέπει να βρω πηγές. Δεν ξέρω αν αυτό το «Panorama de l' Art International Contemporain» βοηθά σχετικά. Βιογραφικά σημειώματα Ελλήνων είναι πιο εύκολο, αφού μπορώ να τους το ζητώ και ανάλογα να επεξεργάζομαι την περίπτωση.
Δουλεύω, φυσικά, πολύ δύσκολα, κι αυτό καταντά μειονέκτημα από άποψη επαγγελματική. Όταν π.χ. μου δοθεί το θέμα «Ζωγραφική» (στην Ελλάδα) ή «Βυζαντινή τέχνη», με την τάση που έχω να μην κάνω τίποτα το τσαπατσούλικο, σημαίνει αυτό μήνες και μήνες μελέτες, αναδρομές σε βιβλιογραφίες, μερονύχτια, πνευματικό ξεζούμισμα, σωστή και υπεύθυνη εργασία σε παρθενικό έδαφος, αφού με τη μέθοδο μας θέλουν άλλο κοίταγμα.
Θέλω να επικοινωνώ μαζί σου, μα καταλήγω να σου γράφω πολύλογα και πού, και πού ασήμαντα ίσως.
Δεκαοκτώ χρόνια αλληλογραφούμε κι έγινε πια ψυχική και πνευματική μου ανάγκη αυτή η αλληλογραφία. Συγχώρα, λοιπόν, τον αδερφό σου αν καμιά φορά φλυαρεί, κι ας είσαι μαζί του, ουγκαταβατική, και όπως πάντα, μεγαλόκαρδη.
Φιλιά
Γιάννης
Η επιστολή και η φωτογραφία είναι από το βιβλίο Γράμματα στην αδελφή του
εκδ. Δίφρος, 1988
Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 3