Νένη Ευθυμιάδη: Aθόρυβες μέρες
Θυμάμαι ακόμα έντονα την αδεξιότητα του αποχωρισμού. Την πνιγμένη συγκίνηση που ξέσπαγε σε νευρικά γέλια, την προσπάθεια ευθυμίας που ράγιζε με θόρυβο, τα πειράγματα που έμεναν μετέωρα, τα βλέμματα που έψαχναν αμήχανα κάποιο σημείο να σταθούν. Κι όπως η αοριστία της επόμενης συνάντησης μάς βάραινε ανυπόφορα, σπάσαμε απότομα κι οι δυο. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και με κομμένα λόγια επιχειρήσαμε να κλείσουμε την τύχη και το χρόνο μες στα δικά μας τα προγράμματα.
— Θα βλεπόμαστε κάθε Ιούνιο, έκανε γρήγορα. Στις δεκαπέντε, που γεννηθήκαμε! Έτσι, θα ξεχνάμε δυσκολότερα την ημερομηνία, κατέληξε γελώντας, μα κατά βάθος προσπαθώντας να μειώσει τη σημασία της κοινής επετείου. Έβγαλε ύστερα ένα χάρτη, έψαξε με πυρετό και είπε ενθουσιασμένος.
— Στό σταθμό της Λωζάνης! Αν μείνεις στην Αθήνα, μοιράζουμε τη διαφορά. Αν όχι, που το ξέρεις; Μπορεί και να γλιτώνεις πολλά χιλιόμετρα.
Το πρόσωπο του σκοτείνιασε για μια στιγμή.
—Πάντως μη μου ζητήσεις να έρχομαι εδώ! έκανε φοβισμένα και στράφηκε μηχανικά προς το κλειστό δωμάτιο.
Τον καθησύχασα, μετά του ζήτησα κοφτά.
— Όχι όμως γράμματα! Καθόλου γράμματα!
Με κοίταξε με έκπληξη, ύστερα χαμογέλασε.
— Τα γράμματα προορίζονται για ξένους. Αυτό δεν εννοείς; ρώτησε μαλακά.
Και χωρίς να περιμένει απάντηση, μ' έσφιξε πάνω του για τελευταία φορά, άνοιξε γρήγορα την πόρτα και xάθηκε στο σκοτάδι.
Δεν ξέρω αν εννοούσα ακριβώς αυτό. Από τότε ακόμα, οι σχέσεις μου με τα γράμματα ήταν μπερδεμένες. Άλλοτε με γοήτευε το πλησίασμα μέσα απ' το γραπτό, το ανεμπόδιστο από διασπάσεις, κι άλλοτε οι φράσεις οι περασμένες στο χαρτί γίνονταν το καταθλιπτικό υπόλειμμα μιας παρουσίας κάποτε κοντινής, ο ανεκπλήρωτος πόθος μιας ολοκλήρωσης, το σύμβολο κάποιας απόστασης που τώρα καθορίζει.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, δε στείλαμε ο ένας στον άλλο ούτε μια λέξη. Αλλά και τη συνάντηση του Ιουνίου δεν την προδώσαμε. Τουλάχιστον ως ένα σημείο.
Από το βιβλίο της Νένης Ευθυμιάδη Αθόρυβες μέρες
εκδ. Εστία, 1983
— Θα βλεπόμαστε κάθε Ιούνιο, έκανε γρήγορα. Στις δεκαπέντε, που γεννηθήκαμε! Έτσι, θα ξεχνάμε δυσκολότερα την ημερομηνία, κατέληξε γελώντας, μα κατά βάθος προσπαθώντας να μειώσει τη σημασία της κοινής επετείου. Έβγαλε ύστερα ένα χάρτη, έψαξε με πυρετό και είπε ενθουσιασμένος.
— Στό σταθμό της Λωζάνης! Αν μείνεις στην Αθήνα, μοιράζουμε τη διαφορά. Αν όχι, που το ξέρεις; Μπορεί και να γλιτώνεις πολλά χιλιόμετρα.
Το πρόσωπο του σκοτείνιασε για μια στιγμή.
—Πάντως μη μου ζητήσεις να έρχομαι εδώ! έκανε φοβισμένα και στράφηκε μηχανικά προς το κλειστό δωμάτιο.
Τον καθησύχασα, μετά του ζήτησα κοφτά.
— Όχι όμως γράμματα! Καθόλου γράμματα!
Με κοίταξε με έκπληξη, ύστερα χαμογέλασε.
— Τα γράμματα προορίζονται για ξένους. Αυτό δεν εννοείς; ρώτησε μαλακά.
Και χωρίς να περιμένει απάντηση, μ' έσφιξε πάνω του για τελευταία φορά, άνοιξε γρήγορα την πόρτα και xάθηκε στο σκοτάδι.
Δεν ξέρω αν εννοούσα ακριβώς αυτό. Από τότε ακόμα, οι σχέσεις μου με τα γράμματα ήταν μπερδεμένες. Άλλοτε με γοήτευε το πλησίασμα μέσα απ' το γραπτό, το ανεμπόδιστο από διασπάσεις, κι άλλοτε οι φράσεις οι περασμένες στο χαρτί γίνονταν το καταθλιπτικό υπόλειμμα μιας παρουσίας κάποτε κοντινής, ο ανεκπλήρωτος πόθος μιας ολοκλήρωσης, το σύμβολο κάποιας απόστασης που τώρα καθορίζει.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, δε στείλαμε ο ένας στον άλλο ούτε μια λέξη. Αλλά και τη συνάντηση του Ιουνίου δεν την προδώσαμε. Τουλάχιστον ως ένα σημείο.
Από το βιβλίο της Νένης Ευθυμιάδη Αθόρυβες μέρες
εκδ. Εστία, 1983
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 2