<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d88644137678078798\x26blogName\x3d%CE%B3%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%BC%CE%B1+%CF%83%CE%B5+%CF%87%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%AF\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://allilografia.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://allilografia.blogspot.com/\x26vt\x3d-4503636247666117187', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

γράμμα σε χαρτί

"Στην τσέπη του παλτού σου παλιό σουσάμι, φλούδα φυστικιών και το τσαλακωμένο γράμμα μου." - Γιάννης Βαρβέρης
 

Πινακοθήκη: Walter Langley (1852-1922)

23 Δεκ 2013

Silent Sorrow


(από commons.wikimedia.org)

Ετικέτες

Κωστής Παλαμάς: Αποκριτική γραφή

14 Δεκ 2013


                  Εγώ γυρίζω, γυρίζω, και κάνω τον άνεμο κουβάρι...
                  Κ α ρ κ α β ί τ σ α ς ( Από ένα γράμμα του)

Γύριζε, μη σταθής ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ο ψεύτης είδωλο είν' εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,
η Αλήθεια τόπο να σταθή μια σπιθαμή δε θα 'βρη.
Αλάργα. Μόρα της ψυχής, της χώρας τα μουράγια.

Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη'
κάθε σπαθί, κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι,
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός και μπουντρούμι το σπίτι.

Από θαμπούς ντερβύσηδες και στέρφους μανταρίνους
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Γύρω μου αδιάφοροι κι οχτροι, και ουρλιάζουνε μπροστά μου,
κ' έμέ μ' αδράχνει ένας θυμός κ' ένας σκοπός με πάει'
κ' ένα παλιό τραγούδι μου μέσ' απ' τη θάλασσά μου
ξανάρχεται στα χείλη μου, χύμα κι αφρός, και σπάει:

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,
ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονάν τη θεία τραχιά σου γλώσσα
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωΐλοι,
και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι'
λύκοι, ω κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι.
κ' οι  χαροκόποι αδιάντροποι και πόρνη η Ρωμιοσύνη!


Και το επικό παλάτι, να! (για σένα εγώ το υψώνω,
κορώνα του βυζαντινού θυμού,  Βουλγαροχτόνε),
το παρατώ' πολεμική καστέλλα θεμελιώνω.
Είν' εδώ μέσα οι βούλγαροι και οι τούρκοι και μας τρώνε.

Το Τότε μια για πάντα πάει' γεννήσου από το Τώρα,
γκρεμιοτή, πλάστη, φύσηξε το φύσημά σου, ώ μάγε,
σκολαστικός και ρουσφετλής ρημάζουνε τη χώρα'
βουλγαροχτόνε, φρύαξε, και ρίξου, Τουρκοφάγε!


ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Σε βλέπω' αναγελαστικά τα μάτια σου σπαράζουν
στο αγέλαστό σου πρόσωπο, συγνεφιασμένη μέρα,
το πρόσωπό σου απελπισιά, τα μάτια σου ταράζουν.
Να κράτησε το δρόμο σου και κοίτα παραπέρα.

Πάντα είν' ορθός κι ασάλευτος ο λειτουργός' το χέρι
τ' αργοσαλεύει ρυθμικά βλογώντας' μην ξεχάνης.
Γύρω μου ατάραχα, η ελιά, το φως, το καλοκαίρι'
στρηφογυρίζει, δέρνεται μονάχα ο μπεχλιβάνης.

Ας σκούζουν οι ντερβύσηδες, ας λένε οι μανταρίνοι,
και μέσα η χώρα γριά λωλή κι ας δασκαλοκρατιέται.
Στα περιβόλια —κοίταξε— βαθιά είν' οι άσπροι κρίνοι,
κάτου από δέντρα φουντωτά λαός δροσολογιέται.

Πόσα ολοστρόγγυλα παιδιά κι ωραία κορίτσια πόσα
με τα χλωρά, με τα πουλιά περνάνε ταιριασμένα,
και συλλαβίζουν τη ζωή, την ομορφιά, τη γλώσσα
κι απάνου στα δημιουργά βιβλία σου σκυμμένα!
21 του Μάη, 1908


Από τα Άπαντα Κωστή Παλαμά (τμ.5ος)
εκδ. Μπίρης, 1972
(με την επιμέλεια του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά)

πρωτότυπη εικόνα: my-creativeteam.com


Ακόμα:
ο Κωστής Παλαμάς, στα Αυτοβιογραφικά



Ετικέτες ,

Στρατής Tσίρκας: Αριάγνη

4 Δεκ 2013


Εν Ζεγάρδα (Λίβανος), τη 3 Μαρτίου 1943
Γεια σου μάνα!

Ήθελα να σ' έχω εδώ να χορτάσει η ψυχή σου ρωμέικη λεβεντιά. Μη πιστεύετε πεμπτοφαλαγγίτικες διαδόσεις. Η πειθαρχία είναι παραδειγματική. Όλες οι υπηρεσίες λειτουργούνε κι οι ασκήσεις γίνονται όπως πριν και καλύτερα. Οι τίμιοι αξιωματικοί κράτησαν τα πιστόλια τους. Οι φαντάροι, τους λατρεύουνε. Τους άλλους τους στείλαμε συνοδεία στην Τρίπολη και τους κλείσαμε με κείνους του πυροβολικού που δήλωσαν παραίτηση. Καθάρισε ο κόσμος απ' τα φίδια της προδοσίας και της ιδιοτέλειας. Βαστάτε ακλόνητοι όπως βαστάμε και μεις. Δε θα τολμήσουν να μας χτυπήσουνε. Είναι γεγονός πως ο Άγγλος διοικητής αρμάτων μάχης αρνήθηκε.Ο ενθουσιασμός ήτανε κάτι το αφάνταστο. Παραδέχονται πως οι σκοποί μας είναι πατριωτικοί. Μα πρέπει να το χωνέψουν κι οι πολιτικοί τους.
Βράδυ
Ο άνθρωπος που ήτανε να πάρει το γράμμα πέρασε και μου είπε πως έχω ως το πρωί καιρό, να γράψω περισσότερα και με την ησυχία μου. Μα δεν ξέρω πώς ν' αρχίσω τώρα που δε με σφίγγει πια η πρεμούρα να στα πω βιαστικά.

Είμαστε στρατοπεδευμένοι μέσα σ' ελαιώνες, στο βουνό. Αυτό έπαιξε κάποιο ρόλο' πολλοί λέγανε πως τους θυμίζει Ελλάδα. Βρισκόμαστε ψηλά και το κρύο τσούζει. Δυο μέρες πριν από την εκδήλωση το τσαντήρι μας βούλιαξε από τα χιόνια. Τα γάντια κι ο μάλλινος σκούφος που μου έπλεξες κάνουν καλή δουλειά. Οι κάτοικοι εδώ είναι Άραβες, άσπροι όμως σαν ευρωπαίοι και ροδοκόκκινοι. Αλλά φτωχοί, τα ίδια κουρέλια, η ίδια πείνα, όπως και σε μας. Ο σπαραγμός ήτανε με τα παιδιά. Μαζεύονταν την ώρα του συσσιτίου και περιμένανε από μακρυά. Μα ξέρεις, στο ξανάγραψα θαρρώ, πως ο κανονισμός (οι φίλοι σου οι Εγγλέζοι) απαγορεύει να δίνουμε το παραμικρό στους «ιθαγενείς πληθυσμούς». Έτσι, ό,τι περισσεύει στο καζάνι πρέπει να σκάβουμε λάκκους και να το θάβουμε. Λοιπόν, μάνα, εδώ κατάλαβα τι θα πει ρωμιός, δηλαδή άνθρωπος του λαού. Οι φαντάροι κάνουνε τάχα πως τρώνε μια δυο κουταλιές κι ύστερα ξεμακραίνουνε και δίνουνε τις καραβάνες στ' αραπάκια. Είναι να μη μας αγαπάνε ; Ένας φύλαρχός τους, χριστιανός, ένας λεβεντόγερος, ζήτησε κι έκανε επαφή. Μας είπε πως συγγενεύει με τους Μπαλτατζήδες της Ελληνικής Επανάστασης. Μπορεί να είναι και φαντασίες του. Αυτός μας πρότεινε να βγούμε στο κλαρί και να μας κρύψει σε λημέρια που να μη μας βρίσκουνε ποτέ. Του εξηγήσαμε πως κάνει λάθος, ο σκοπός μας είναι να καθαρίσουμε το στρατό για να πολεμήσουμε καλύτερα. Το κατάλαβε αμέσως και μας είπε να μένουμε ήσυχοι. Τα παληκάρια του, κάπου διακόσια τουφέκια κρυμένα, θάχουνε το νου τους, μόλις δούνε ύποπτη κίνηση να μας ειδοποιήσουνε.

Μα ξεχάστηκα με το Μπαλτατζή και πήρε άλλο δρόμο το μολύβι μου. Προχτές, που λες, είμαστε σε ασκήσεις όλη μέρα• όταν γυρίσαμε να μάθουμε τι πόρισμα βγάλανε οι διαιτητές, είδαμε μουδιασμένα τα πράματα. Τους φασίστες τους είχανε μέσα σε μια σκηνή, τους φέρνονταν ευγενικά, μα τους πήρανε τα πιστόλια. Οι δικοί μας κυκλοφορούσανε με τ' αυτόματα — το δάχτυλο στη σκανδάλη. Τότε μάθαμε τι έγινε στη δεύτερη Ταξιαρχία κι αμέσως προσχωρήσαμε, δίχως συζήτηση. Βγάλαμε επιτροπές και τα λοιπά, θα τα ξέρεις κι απ' τις εφημερίδες.

Την άλλη μέρα από νωρίς σα να μυρίστηκα μια κίνηση. Αυτά, μάνα, δε στα γράφω για να περνάει η ώρα, μα για να τα διαβάσετε οικογενειακώς, να μορφώνεστε. Με κατάλαβες. Έφτασαν κάτι Εγγλέζοι του Επιτελείου και ζήτησαν να κάνουν επιθεώρηση. Τους μπήκαμε στο μάτι. Πειθαρχία, παράστημα, εξάρτυση: άψογα. Φύγανε για παρακάτω κι απ' τα μούτρα τους καταλάβαινες την αμηχανία τους. Άλλα περιμένανε να βρούνε κι άλλα βρήκανε. Τ' απόγεμα η διασπαστική κίνηση έδειξε τη φάτσα της. Ήρθανε και με βρήκανε κάτι πατριωτάκια Αιγυπτιώτες. «Τι θέμε», μου λένε, «να μπλεχτούμε και μεις στα πολιτικά; Ετούτοι εδώ οι εξ Ελλάδος, έχουνε να λύσουνε παλιές διαφορές.. Εμείς δεν ήρθαμε γι' αυτά, επιστρατευτήκαμε και δε γινόταν να τ' αποφύγουμε. Το μόνο που θέμε είναι να τελειώνουμε μια ώρα πιο νωρίς, να γυρίσουμε στα σπίτια μας και στις δουλειές μας. Τι μας νοιάζει ποιος θα κυβερνήσει αύριο την Ελλάδα, ο Μεταξάς ή ο Βενιζέλος. Εμείς πάντα θα 'χουμε το Φαρούκ». «Πρώτον», τους λέω, «κι από μας τους Αιγυπτιώτες υπάρχουν εθελοντές. Κι αυτοί αφήσανε φαμίλιες και καλοπέραση για κάτι ανώτερο, για τη λευτεριά». «Σωστά», μου λένε. «Κι απ' αυτούς τους εξ Ελλάδος», τους λέω, «οι πιο πολλοί για τον ίδιο σκοπό ξενητεύτηκαν. Να συνεχίσουνε τον πόλεμο για την πατρίδα». Εδώ οι γνώμες μοιράστηκαν. Άλλοι λέγανε «ναι, δε σου λέω, αλλά...» κι άλλοι το κόβανε τσεκουράτα : «Όχι, ακόμα δεν τους κατάλαβες. Αυτοί ήρθανε γιατί ακούσανε πως οι Εγγλέζοι μοιράζουνε λίρες». «Εσείς», τους λέω, «τις είδατε καθόλου αυτές τις λίρες;» «Όχι», μου λένε. «Τους είδατε όμως αυτούς τους εξ Ελλάδος πως πολεμούσανε στο Αλαμέιν;» Μόκο οι φίλοι. «Τέλος πάντων», τους λέω, «τι προτείνετε;» Και κει φάνηκε το σχέδιο, που δεν ήτανε δικό τους, αυτό χρειαζότανε κεφάλι απ' τα κεφάλια για να το κατεβάσει. «Να κάνουμε αναφορά», μου λένε, «για ν' αποτελέσουμε οι εξ Αιγύπτου χωριστή μονάδα». Καταλαβαίνεις, μάνα, το σατανικό τους κόλπο; Μ' άλλα λόγια να τον διαλύσουνε το στρατό. Επειδή, δε χρειάζεται φιλοσοφία, τις περισσότερες ειδικότητες τις έχουνε παιδιά βγαλμένα απ' τα σκολειά μας του Καΐρου, της Αλεξάντρειας, της Μανσούρας: διαβιβάσεις, διερμηνείς, γραφείς, μηχανικοί, πυροβολητές, οδηγοί καμιονιών και κάρριερς. Τέλειο ξεχαρβάλωμα δηλαδή. Ήθελα να τον είχα μπρος μου τον πεμπτοφαλαγγίτη που το κατέβασε να του στρίψω το καρύδι. Μια ώρα τους εξηγούσα και τους διάβαζα. Πείσθηκαν επιτέλους και φύγανε μα εγώ δεν κάθησα στ' αυγά μου μόνο πήγα και βρήκα την καθοδήγηση και στα γρήγορα βγάλαμε θέσεις και τις κατεβάσαμε σ' όλη την Ταξιαρχία, τις στείλαμε με σύνδεσμο στη δεύτερη και στο ΓΚΕΣ, μπορεί να φτάσανε και κοντά σας.

Εκεί απάνω κοιμηθήκαμε. Δηλαδή τι κοιμηθήκαμε, παντού διπλοσκοποί. Το πρωί στείλανε οι Εγγλέζοι αγγελιοφόρο και ζητούσαν ονομαστικά κάμποσους Αιγυπτιώτες από τη μονάδα μας. Μας φορτώσανε σε μια τζιπ και μας ανεβάσανε στο Έχντεν, ένα πανόραμα. Εκεί να δεις δέντρα, κυρά Ναξώτισσα, να σου φύγει το καφάσι: πεύκα, μουριές, συκιές κι αμπέλια. Η διοίκηση των Εγγλέζων βρισκόταν σ' ένα τούρκικο κονάκι μέσα στιςς καρυδιές. Περιμέναμε. Περνούσαν έναν ένα από ανάκριση κι ύστερα τους βγάζανε και φεύγαν απ' αλλού για να μη τα κουβεντιάσουμε. Εμένα όλο πίσω μ' αφήνανε κι άρχισα να το συλλογίζουμαι. Κάποτε, με μπάσανε επιτέλους. Ένα καμαράκι όλο χαλιά, το τζάκι άναβε, τσιγάρα, ουίσκι πάνω στο γραφείο κι ο ταγματάρχης, ένας ψηλέας κιτρινιάρης, τυλιγμένος στη χλαίνη του, τουρτούριζε. Ρώτησε όνομα, μονάδα και τα. λοιπά. Μιλούσε τα ρωμέικα καλύτερα από  μας.

— Όνομα μητρός, μου κάνει και με κοιτάει.
— Αριάδνη, του λέω.
— Αριάγνη, με διορθώνει.
— Δηλαδή, του λέω...
— Καθήστε, μου κάνει, θα πάρετε μαζύ μου ένα ντρίνκ, εγώ κρυώνω.

«Μιχάλη», λέω μέσα μου, «άνοιξε τα μάτια, θα στην κολλήσουνε τη στάμπα και θα πας άδικα σαν το γέρο Μασούρα». Με κοίταξε πάλι μέσα στα μάτια.
— Καθήστε, σας παρακαλώ. Τι γίνεται ο Ναμπουλιόν;

Ε, μάνα, έτσι στην ψυχή μου, ζαλίστηκα. Έχε γούστο, είπα. Δε σου μίλησα ποτέ, γιατί σε ήξερα, είσαι άγια γυναίκα. Μα κείνη τη στιγμή πέρασαν απ' το νου μου τα πιο απίθανα πράματα. Περιπέτειες από τους «Αθλίους», τα «Μυστήρια των Παρισίων», ή τις «Δύο Ορφανές», που διάβαζα μικρός στα κρυφά κι έλεγα πως αυτά δε γίνονται σε μας, συμβαίνουν μόνο στη Γαλλία. Να μη στα πολυλογώ, μου πέρασε η υποψία πως ο Ναμπουλιόν είναι ίσως αδερφάκι μου κι αυτοί το ξέρανε και θα μ' εκβιάζανε τώρα. Ήμουν έτοιμος για όλες τις θυσίες. Μα ο ταγματάρχης μ' έβγαλε απ' την αγωνία.
— Ο δόκτωρ Ρίτσαρντς, ο γείτονάς σας, είναι φίλος μου, είπε.

Μια μυλόπετρα βγήκε πάνω άπ' την ψυχή μου. Κάθησα. Έσφιξα το πρώτο δίχως νερό.
— Ξέρω, μου λέει, πως εσείς τορπιλίσατε την κίνηση για χωριστή μονάδα των εξ Αιγύπτου. Λαμπρή πρωτοβουλία και σας συγχαίρω.

Ο Μιχάλης μόκο.
— Πολιτική ωριμότητα ή πατριωτικός αυθορμητισμός, συνέχισε σα να ρωτιότανε μόνος του. Σημειώσετε πως η πρώτη αντίδραση κείνων που ασπάστηκαν την πρόταση, είναι πιο σύμφωνη με την ψυχολογία του Αιγυπτιώτη. Χρειάζονται βαθειές ρίζες για να έχει κανείς τη δική σας αντίδραση.
Ρωτιέμαι πώς, αφού δεν ταξιδέψατε ποτέ στην Ελλάδα. Η μητέρα σας ίσως;

Μόκο ο Μιχάλης. Αλλ' από μέσα μου καμάρωνα, δίχως να χαμηλώνω το φυτίλι της επαγρύπνησης. Αυτό  να λέγεται.
— Δεν είστε διόλου ομιλητικός, λοχία Σαρίδη. Σας καταλαβαίνω. Εν πάση περιπτώσει σας μιλάω σαν πραγματικός φίλος της Ελλάδας, αρχαίας και νέας. Ο θάνατος του Κωστή Παλαμά με λύπησε...

Ιδέα δεν είχαμε πως πέθανε ο Παλαμάς. Με τις αγωνίες και τις  φούριες της εκδήλωσης, τ' άφησε φαίνεται η διαφώτιση και πέρασε. Αυτός όμως το τρύπωνε στην κουβέντα. Μάθημα. Το νου σου, Μιχάλη, τώρα έρχεται ή τρικλοποδιά.

— Γενικά, φανερώνει αξιοθαύμαστη πολιτική οξυδέρκεια και οργανωτική πείρα η ένοπλή σας εξέγερση.
— Διαμαρτυρία, κύριε ταγματάρχα.
— Ο στρατός δεν βουλεύεται, λοχία Σαρίδη!
— Ποιος στρατός; Το τσούρμο των πραιτωριανών που πηγαίνανε να μας κάνουνε, για τα κομματικά συμφέροντα του Άλφα και του Βήτα; Εσείς θα δεχόσαστε στο στρατό σας να παραιτούνται αξιωματικοί την παραμονή της μάχης κι ύστερα να τους ξαναφέρνουνε με τον ίδιο βαθμό;

Χαμήλωσε το κεφάλι. Σέ λίγο με κοίταξε πάλι στα μάτια.
— Θα σας ομολογήσω τι μου είπε σήμερα ο επιτελάρχης του αντιστράτηγου Χόλμς: «θαυμάσιοι άνδρες, μα πολλοί αξιωματικοί τους είναι σκάρτοι».
— Μπορώ να κάνω χρήση, κύριε ταγματάρχα;

Ταράχτηκε. Πήγαινε να μου πάρει λόγια και του έπαιρνα εγώ.
— Μπορείτε, φυσικά, μια και το είπα. Να μη σας κρατώ περισσότερο.

Τα μάτια μου γυαλίζανε απ' το  πιοτί. Φώναξε ένα δεκανέα και του είπε να με γυρίσουνε με τη τζιπ στη μονάδα μου. Μου έδωσε το χέρι. Έκαιγε. Πρέπει να υποφέρει από θέρμες, γι' αυτό τουρτούριζε.
— Πείτε στους φίλους σας πως όλα κρέμονται από την ψυχική τους αντοχή. Αν διατηρήσουνε την πειθαρχία ως το τέλος της κρίσης, υπάρχει κάποια ελπίδα ν' αποφύγουμε τις τιμωρίες.

Συμβούλευε; Απειλούσε; Μόκο o Μιχάλης.
Και τώρα, μάνα, σε φιλώ. Έχουμε και δουλειές.
Ο μεγάλος σου.

Στρατής Τσίρκας: Αριάγνη (Ακυβέρνητες Πολιτείες 2)
Εκδόσεις Κέδρος, 1981


Ετικέτες