Γκαμπριέλ Θελάγια: Γράμμα στον Ανδρέα Μπαστέιρα
(1)
Ανδρέα, αν και μου βγάζεις το σκούφο σα διαβαίνω
και «κύριο» με φωνάζεις, λιγάκι μουδιασμένος,
γιατί ίσως δεν εγκρίνεις που δε φορώ γραβάτα,
που προσπαθώ να γίνω ίσος με τον καθένα
κι ανταλλάζω μαζί του, στο: εσύ, ένα: εσύ, όλο φτήνια,
που δεν είμαι, όπως θέλεις, ο σεβαστός αφέντης,
το γερό στήριγμά σου,
και μου απλώνεις το χέρι χαλαρό, μουδιασμένο
σαν κουρελόπανο άθλιο τρισαιώνιου σκλάβου,
δεν είμαστε δυο ξένοι.
Τους καημούς σου τους νιώθω. Μα να σ' ανακουφίσω
δεν μπορώ λέγοντάς σου ποιο ειν' άδικο, πιο δίκιο.
(3)
Είμαστ' όλοι ενωμένοι απ' την κοινή προσπάθεια,
απ' ασχολίες αντρίκιες, από 'να πνεύμα ομάδας,
δουλειές που ελάχιστα έχουν με αισθήματα να κάνουν
— να φύγει αυτή η παραγγελία τότε, με τόσο κόστος,
να φτιαχτεί αυτό τ' αμάξι μέσα σε λίγες ώρες —
και ποτέ δε μιλάμε για ετούτες τις σκοτούρες
για τα θαύματα ετούτα
για το πού 'ναι η προσπάθεια το παν σ' αυτόν τον κόσμο
κι ο μισθός κι η οικογένεια πράγματα άσχετα, μάταια,
δευτερεύοντα, ασήμαντα, δίχως νόημα κανένα.
Η δουλειά πάνω απ' όλα, ιερή κι αγιασμένη
και μονάχη αναγκαία.
(9)
Κοίτα Ανδρέα, τους άντρες με τα επιδέξια χέρια,
με τα χέρια που φτιάχνουν μηχανές ή ντουλάπια,
στιχοπλάκια η παπούτσια,
τα χέρια που κρατώντας περίπλοκα εργαλεία
σκαρώνουν, όλο τέχνη, ραδιόφωνα και σπίτια,
μα είναι φορές που μένουν, ασάλευτα, απλωμένα,
πάνω απ' τ' ανέκφραστο άσπρο μιας πεθαμένης κόλλας.
Χέρια ανθρώπινα, σπάνια,
χέρια πρωτομαστόρων,
χέρια εραστών σε κάποιου
πολυxάιδευτου στήθους τα μέτρα καμωμένα
και χέρια αλαφιασμένα που ο σπαραγμός τα σπρώχνει
δυνατά να σφιχτούνε ψάχνοντας το 'να τ άλλο.
Gabriel Celaya
Από την Ανθολογία Σύγχρονη Ισπανική Ποίηση
εκδ. Γνώση, 1989
μτφ: Ηλίας Ματθαίου
Ανδρέα, αν και μου βγάζεις το σκούφο σα διαβαίνω
και «κύριο» με φωνάζεις, λιγάκι μουδιασμένος,
γιατί ίσως δεν εγκρίνεις που δε φορώ γραβάτα,
που προσπαθώ να γίνω ίσος με τον καθένα
κι ανταλλάζω μαζί του, στο: εσύ, ένα: εσύ, όλο φτήνια,
που δεν είμαι, όπως θέλεις, ο σεβαστός αφέντης,
το γερό στήριγμά σου,
και μου απλώνεις το χέρι χαλαρό, μουδιασμένο
σαν κουρελόπανο άθλιο τρισαιώνιου σκλάβου,
δεν είμαστε δυο ξένοι.
Τους καημούς σου τους νιώθω. Μα να σ' ανακουφίσω
δεν μπορώ λέγοντάς σου ποιο ειν' άδικο, πιο δίκιο.
(3)
Είμαστ' όλοι ενωμένοι απ' την κοινή προσπάθεια,
απ' ασχολίες αντρίκιες, από 'να πνεύμα ομάδας,
δουλειές που ελάχιστα έχουν με αισθήματα να κάνουν
— να φύγει αυτή η παραγγελία τότε, με τόσο κόστος,
να φτιαχτεί αυτό τ' αμάξι μέσα σε λίγες ώρες —
και ποτέ δε μιλάμε για ετούτες τις σκοτούρες
για τα θαύματα ετούτα
για το πού 'ναι η προσπάθεια το παν σ' αυτόν τον κόσμο
κι ο μισθός κι η οικογένεια πράγματα άσχετα, μάταια,
δευτερεύοντα, ασήμαντα, δίχως νόημα κανένα.
Η δουλειά πάνω απ' όλα, ιερή κι αγιασμένη
και μονάχη αναγκαία.
(9)
Κοίτα Ανδρέα, τους άντρες με τα επιδέξια χέρια,
με τα χέρια που φτιάχνουν μηχανές ή ντουλάπια,
στιχοπλάκια η παπούτσια,
τα χέρια που κρατώντας περίπλοκα εργαλεία
σκαρώνουν, όλο τέχνη, ραδιόφωνα και σπίτια,
μα είναι φορές που μένουν, ασάλευτα, απλωμένα,
πάνω απ' τ' ανέκφραστο άσπρο μιας πεθαμένης κόλλας.
Χέρια ανθρώπινα, σπάνια,
χέρια πρωτομαστόρων,
χέρια εραστών σε κάποιου
πολυxάιδευτου στήθους τα μέτρα καμωμένα
και χέρια αλαφιασμένα που ο σπαραγμός τα σπρώχνει
δυνατά να σφιχτούνε ψάχνοντας το 'να τ άλλο.
Gabriel Celaya
Από την Ανθολογία Σύγχρονη Ισπανική Ποίηση
εκδ. Γνώση, 1989
μτφ: Ηλίας Ματθαίου
Ετικέτες ΠΟΙΗΜΑΤΑ 3