Iωάννης Δ. Κονδυλάκης: Από την Τήνο, Επιστολή Δ'
[Τήνος], 17 Αυγούστου [1895]
Γράφω χωρίς να είμαι βέβαιος αν θα εύρω μέσον να στείλω την επιστολήν μου. Ο κόσμος ηραιώθη πολύ, αλλά μένει ακόμη αρκετός ώστε να καθιστά δυσχερή την κυκλοφορίαν εις τας κεντρικάς οδούς. Και ο άνεμος σήμερον είναι σφοδρότερος. Πώς θα συνεχισθώσιν οι αγώνες; Μεταξύ των απλοϊκών ήρχισε να κυκλοφορή η ιδέα ότι η Μεγαλόχαρη, μη ανεχομένη να γίνωνται τοιαύτα πράγματα εις την νήσον της και μάλιστα κατά την εορτήν της, εκίνησε τον φοβερόν άνεμον. Άλλ' οι Τήνιοι, οίτινες γνωρίζουν κάλλιον τον τόπον και την Παναγίαν των, βεβαιούν ότι τοιούτος άνεμος πνέει σχεδόν πάντοτε εις την νήσον των. Η επιτροπή όμως και ο κ. Μπέλλος εννοούν να επιμείνουν και να μη υποχωρήσουν εις το βίαιον στοιχείον. Το δεύτερον μέρος των αγώνων θα τελεσθή μετά μεσημβρίαν εν πάση περιπτώσει. Κατερχόμενος προς την παραλίαν, δια των στενών οδών, ακούω δύο γνωστάς φωνάς αναφωνούσας - Τάσο! Τάσο! - Κύριε Μπρέλη! Καί βλέπω δύο εύθυμους φίλους εξ Αθηνών, οίτινες περιερχόμενοι τας οδούς, εζήτουν ούτω να εύρουν σπίτι το οποίον δεν εγνώριζον, το σπίτι εις το οποίον κατώκει ο φίλος Μπρέλης, οδοντοϊατρός. - Ξέρεις εσύ πού κάθεται ο Τάσος; -Όχι, γιατί; - Θέλει να φύγη για τη Σύρα κ' εμάθαμε ότι φεύγει το μεσημέρι βαπόρι• κ' επειδή δεν το ξέρει...
Τους συνώδευσα και εξηκολουθήσαμεν αναζητούντες το κατάλυμα του κ. Μπρέλη, ευρίσκοντες αφορμήν να πιάνωμεν ομιλίαν με τας ευειδείς Τηνίας, αίτινες μας παρετήρουν από τας θύρας και τα παράθυρα διερχόμενους. Αφού δε διήλθομεν ούτω οδούς τινας, γελώντες, χωρίς να εύρωμεν τον ζητούμενον, ετράπημεν προς την παραλίαν, των φίλων μου αρχισάντων ζωηράν φιλονικίαν περί του πνέοντος ανέμου, του μεν υποστηρίζοντος ότι έπνεε πονέντες, του δε ότι ήτο τραμουντάνα. Και εστοιχημάτιζον, και ηρώτων τους συναντωμένους ναυτικούς, οίτινες, επειδή ήσαν όλοι μεθυσμένοι, είχαν και αυτοί έκαστος ιδίαν γνώμην.
Η ευθυμία των φίλων μου ήτο η νευρική εκείνη ευθυμία η ερχόμενη μετ' αγρυπνίαν. Και πράγματι, ως μου είπον, δεν είχον κοιμηθή την παρελθούσαν νύκτα, ο μεν εις διότι ερρουχάλιζεν η σπιτονοικοκυρά του, ο δε άλλος, διότι μεταβάς την νύκτα εύρε τους συνοίκους του ηυξημένους από τρεις εις επτά.
[....]
Μετά μεσημβρίαν εγένετο απόπειρα λεμβοδρομιών εις ην θα ελάμβαναν μέρος οι ναύται της μοίρας και οι ερέται Σύρου, εκάτεροι διαιρούμενοι εις δύο πληρώματα. Άλλ' η θάλασσα ήτο τόσον εξηγριωμένη, ώστε η απόπειρα εματαιώθη.
Απεφασίσθη τότε να γίνωσιν αγώνες μόνον εις το Στάδιον• άλλ' ο άνεμος ήτο ανυπόφορος και εντός αυτής της πόλεως. Πολλοί πίλοι αναρπαγέντες έπεσαν εις την θάλασσαν. Διό ολίγοι απετόλμησαν να μεταβώσιν εις το παντί ανέμω αναπεπτάμενον Στάδιον και όσοι μετέβησαν το μετενόησαν.
Δεν περιγράφεται το θέαμα το οποίον, παρουσίαζον θεαταί και αγωνισταί, εντός των νεφών του κονιορτού ο οποίος ερράπιζε τα πρόσωπα και ετύφλωνε τους οφθαλμούς. Και αρκούμενος εις το χώμα, ο απαύστως σφοδρυνόμενος άνεμος ήρχισε να παρασύρη τας ξηράς μύρτους, έπειτα δε και αυτούς τους κοντούς' και εις μεν εκ τούτων κατέπεσεν επί των καθισμάτων επενεγκών ουχί ευχάριστον ξαφνίδιασμα, έτερος επί τινων πτωχών ανθρώπων θεωμένων τα τελούμενα όπισθεν του ξηροτοίχου. Ευτυχώς ουδείς έπαθε τίποτε. Ενός δε αγωνιστού, κρατούντος εις χείρας το ιμάτιόν του, ανήρπασε το χρηματοφυλάκιόν του μία αιφνίδια πνοή και εσκόρπισε και παρέσυρε το περιεχόμενον, προ πάντων επισκεπτήρια τα οποία επέταξαν ως λευκά πτηνά. -Μωρ' αυτός ο αέρας είναι και λωποδύτης! ανεφώνησεν ο αθλητής κυνηγών το χρηματοφυλάκιον και τα χρήματά του.
Ο υπουργός των Ναυτικών και πάλιν παρίσταται εν μέσω αγωνοδίκου επιτροπής, συμμεριζόμενος τα βάσανα θεατών και αγωνιστών. Η μουσική των θωρηκτών παίζει εις την άκραν του Σταδίου, άλλ' οι ήχοι σχίζονται, συντρίβονται και σκορπίζονται υπό της ανεμοζάλης.
Οι φιλότιμοι αγωνισταί, μ' όλην την αθλιότητα του καιρού, εξετέλεσαν καλώς τα αγωνίσματά των. Κατ' αρχάς εξετελέσθη άλμα επί κοντώ, ηρίστευσε δε εις αυτό ο κ. Γιαννούλης Ξυδάς.
Εις το δίζυγον εξετέλεσαν πολλοί ωραίας ασκήσεις. Διεκρίθησαν δε οι κ. κ. Ι. Μητρόπουλος, Σκαλτσογιάννης, Κονταξόπουλος ανήκων εις τον σύλλογον «Ορφέα» της Σμύρνης και Κόκκινος.
Εις την δισκοβολίαν ηρίστευσαν οι κ. κ. Γούσκος, Τσικλητήρας και Ηλιακάκης.
Εις το μονόζυγον εξετέλεσαν ωραιότατα και παράτολμα αγωνίσματα, κατορθώσαντες να μένωσιν άκαμπτοι και εν μέσω της λυσσώδους θυέλλης. Ηρίστευσαν δε οι κ.κ. Κωνσταντίνος Μητρόπουλος, Αθηναίος και Τσικλητήρας της «Γυμναστικής Εταιρίας» Πατρών. Εις την αναρρίχησιν επί κάλω, έπειτα ηρίστευσαν οι κ.κ. Περσάκης και Καλαμάρης, εξ ων ο τελευταίος κατήλθε διά του ιστού με την κεφαλήν προς τα κάτω και κρατούμενος μόνον διά των ποδών.
Εις την σφαιροβολίαν ηρίστευσαν οι κ.κ. Γούσκος και Νικολόπουλος. Εις τους κρίκους οι κ.κ. Περσάκης, οι αδελφοί Ι. και Κ. Μητρόπουλος και Κόκκινος. Εις το τραπέζιον οι κ.κ. Κ. Μητρόπουλος, Σκαλτσογιάννης και Γουλέμης.
Άλλ' εν τω μεταξύ είχον απέλθει πάντες σχεδόν οι θεαταί• εκ των κυριών μάλιστα παρέμεινε μόνον η εκ Σμύρνης δεσποινίς Ελένη Μουράτη, αδελφή του αριστεύσαντος χθες κ. Μουράτη. Διό ο κ. Μπέλλος μειδιών της είπεν ότι ήξιζε να λάβη βραβείον αντοχής• το βέβαιον δε είναι ότι και αριστείον επί κάλλει ηδύνατο να διαμφισβητήση.
Επιστρέφομεν, ομοιάζοντες μάλλον με χωματένια αγγεία παρά με ανθρώπους. Και από το επανωπόρτι μιας θύρας, παρά την μεγάλην οδόν μας παρατηρούν, ανοίγουσαι έκπληκτους οφθαλμούς, δύο ωραίαι νεανίδων κεφαλαί, όμοιαι, ως δίδυμοι, εν γραφικωτάτω συμπλέγματι το οποίον ουδέποτε θα λησμονήσω, της κόμης αυτών χαριέντως αναπαλλομένης επί του μετώπου υπό του ανέμου.
- Δεν πιστεύω να έχετε δώσει καθ' όλον σας το ιατρικόν στάδιον τόσα σκονάκια όσα εκατάπιετε σήμερον διά μιας, είπε τις προς ένα των επανερχομένων εκ του Σταδίου ιατρών.
Την εσπέραν, προκειμένου ν' αναχωρήση ο κ. υπουργός εγένετο λαμπαδηφορία διά φανών ενετικών προ της οικίας του κ. Χατζηϊωάννου εις ην κατέλυεν. Και μεταξύ των λαμπαδηφορούντων βλέπω την δεσποινίδα Ροκά• και οι προ των καφενείων καθήμενοι χειροκροτούσιν, ενώ εγώ, ουκ οίδα πώς, αναμένω να ίδω εμφανιζόμενον και τον ρήτορα των προπυλαίων κ. Μιστριώτην. Ο κ. Σεϊζάνης, ο ενθουσιώδης και ευγενής εκ Σμύρνης συνάδελφος, ωμίλησε ειπών ωραίους και συνετούς λόγους• έπειτα δε διά μακρών ωμίλησε και ο κ. υπουργός, προτρέψας την νεολαίαν εις την εκ παραλλήλου άσκησιν σώματος και πνεύματος.
Και μετά μίαν ώραν η «Μυκάλη» απέπλεε φέρουσα τον κ. υπουργό των Ναυτικών.
Τους συνώδευσα και εξηκολουθήσαμεν αναζητούντες το κατάλυμα του κ. Μπρέλη, ευρίσκοντες αφορμήν να πιάνωμεν ομιλίαν με τας ευειδείς Τηνίας, αίτινες μας παρετήρουν από τας θύρας και τα παράθυρα διερχόμενους. Αφού δε διήλθομεν ούτω οδούς τινας, γελώντες, χωρίς να εύρωμεν τον ζητούμενον, ετράπημεν προς την παραλίαν, των φίλων μου αρχισάντων ζωηράν φιλονικίαν περί του πνέοντος ανέμου, του μεν υποστηρίζοντος ότι έπνεε πονέντες, του δε ότι ήτο τραμουντάνα. Και εστοιχημάτιζον, και ηρώτων τους συναντωμένους ναυτικούς, οίτινες, επειδή ήσαν όλοι μεθυσμένοι, είχαν και αυτοί έκαστος ιδίαν γνώμην.
Η ευθυμία των φίλων μου ήτο η νευρική εκείνη ευθυμία η ερχόμενη μετ' αγρυπνίαν. Και πράγματι, ως μου είπον, δεν είχον κοιμηθή την παρελθούσαν νύκτα, ο μεν εις διότι ερρουχάλιζεν η σπιτονοικοκυρά του, ο δε άλλος, διότι μεταβάς την νύκτα εύρε τους συνοίκους του ηυξημένους από τρεις εις επτά.
[....]
Μετά μεσημβρίαν εγένετο απόπειρα λεμβοδρομιών εις ην θα ελάμβαναν μέρος οι ναύται της μοίρας και οι ερέται Σύρου, εκάτεροι διαιρούμενοι εις δύο πληρώματα. Άλλ' η θάλασσα ήτο τόσον εξηγριωμένη, ώστε η απόπειρα εματαιώθη.
Απεφασίσθη τότε να γίνωσιν αγώνες μόνον εις το Στάδιον• άλλ' ο άνεμος ήτο ανυπόφορος και εντός αυτής της πόλεως. Πολλοί πίλοι αναρπαγέντες έπεσαν εις την θάλασσαν. Διό ολίγοι απετόλμησαν να μεταβώσιν εις το παντί ανέμω αναπεπτάμενον Στάδιον και όσοι μετέβησαν το μετενόησαν.
Δεν περιγράφεται το θέαμα το οποίον, παρουσίαζον θεαταί και αγωνισταί, εντός των νεφών του κονιορτού ο οποίος ερράπιζε τα πρόσωπα και ετύφλωνε τους οφθαλμούς. Και αρκούμενος εις το χώμα, ο απαύστως σφοδρυνόμενος άνεμος ήρχισε να παρασύρη τας ξηράς μύρτους, έπειτα δε και αυτούς τους κοντούς' και εις μεν εκ τούτων κατέπεσεν επί των καθισμάτων επενεγκών ουχί ευχάριστον ξαφνίδιασμα, έτερος επί τινων πτωχών ανθρώπων θεωμένων τα τελούμενα όπισθεν του ξηροτοίχου. Ευτυχώς ουδείς έπαθε τίποτε. Ενός δε αγωνιστού, κρατούντος εις χείρας το ιμάτιόν του, ανήρπασε το χρηματοφυλάκιόν του μία αιφνίδια πνοή και εσκόρπισε και παρέσυρε το περιεχόμενον, προ πάντων επισκεπτήρια τα οποία επέταξαν ως λευκά πτηνά. -Μωρ' αυτός ο αέρας είναι και λωποδύτης! ανεφώνησεν ο αθλητής κυνηγών το χρηματοφυλάκιον και τα χρήματά του.
Ο υπουργός των Ναυτικών και πάλιν παρίσταται εν μέσω αγωνοδίκου επιτροπής, συμμεριζόμενος τα βάσανα θεατών και αγωνιστών. Η μουσική των θωρηκτών παίζει εις την άκραν του Σταδίου, άλλ' οι ήχοι σχίζονται, συντρίβονται και σκορπίζονται υπό της ανεμοζάλης.
Οι φιλότιμοι αγωνισταί, μ' όλην την αθλιότητα του καιρού, εξετέλεσαν καλώς τα αγωνίσματά των. Κατ' αρχάς εξετελέσθη άλμα επί κοντώ, ηρίστευσε δε εις αυτό ο κ. Γιαννούλης Ξυδάς.
Εις το δίζυγον εξετέλεσαν πολλοί ωραίας ασκήσεις. Διεκρίθησαν δε οι κ. κ. Ι. Μητρόπουλος, Σκαλτσογιάννης, Κονταξόπουλος ανήκων εις τον σύλλογον «Ορφέα» της Σμύρνης και Κόκκινος.
Εις την δισκοβολίαν ηρίστευσαν οι κ. κ. Γούσκος, Τσικλητήρας και Ηλιακάκης.
Εις το μονόζυγον εξετέλεσαν ωραιότατα και παράτολμα αγωνίσματα, κατορθώσαντες να μένωσιν άκαμπτοι και εν μέσω της λυσσώδους θυέλλης. Ηρίστευσαν δε οι κ.κ. Κωνσταντίνος Μητρόπουλος, Αθηναίος και Τσικλητήρας της «Γυμναστικής Εταιρίας» Πατρών. Εις την αναρρίχησιν επί κάλω, έπειτα ηρίστευσαν οι κ.κ. Περσάκης και Καλαμάρης, εξ ων ο τελευταίος κατήλθε διά του ιστού με την κεφαλήν προς τα κάτω και κρατούμενος μόνον διά των ποδών.
Εις την σφαιροβολίαν ηρίστευσαν οι κ.κ. Γούσκος και Νικολόπουλος. Εις τους κρίκους οι κ.κ. Περσάκης, οι αδελφοί Ι. και Κ. Μητρόπουλος και Κόκκινος. Εις το τραπέζιον οι κ.κ. Κ. Μητρόπουλος, Σκαλτσογιάννης και Γουλέμης.
Άλλ' εν τω μεταξύ είχον απέλθει πάντες σχεδόν οι θεαταί• εκ των κυριών μάλιστα παρέμεινε μόνον η εκ Σμύρνης δεσποινίς Ελένη Μουράτη, αδελφή του αριστεύσαντος χθες κ. Μουράτη. Διό ο κ. Μπέλλος μειδιών της είπεν ότι ήξιζε να λάβη βραβείον αντοχής• το βέβαιον δε είναι ότι και αριστείον επί κάλλει ηδύνατο να διαμφισβητήση.
Επιστρέφομεν, ομοιάζοντες μάλλον με χωματένια αγγεία παρά με ανθρώπους. Και από το επανωπόρτι μιας θύρας, παρά την μεγάλην οδόν μας παρατηρούν, ανοίγουσαι έκπληκτους οφθαλμούς, δύο ωραίαι νεανίδων κεφαλαί, όμοιαι, ως δίδυμοι, εν γραφικωτάτω συμπλέγματι το οποίον ουδέποτε θα λησμονήσω, της κόμης αυτών χαριέντως αναπαλλομένης επί του μετώπου υπό του ανέμου.
- Δεν πιστεύω να έχετε δώσει καθ' όλον σας το ιατρικόν στάδιον τόσα σκονάκια όσα εκατάπιετε σήμερον διά μιας, είπε τις προς ένα των επανερχομένων εκ του Σταδίου ιατρών.
Την εσπέραν, προκειμένου ν' αναχωρήση ο κ. υπουργός εγένετο λαμπαδηφορία διά φανών ενετικών προ της οικίας του κ. Χατζηϊωάννου εις ην κατέλυεν. Και μεταξύ των λαμπαδηφορούντων βλέπω την δεσποινίδα Ροκά• και οι προ των καφενείων καθήμενοι χειροκροτούσιν, ενώ εγώ, ουκ οίδα πώς, αναμένω να ίδω εμφανιζόμενον και τον ρήτορα των προπυλαίων κ. Μιστριώτην. Ο κ. Σεϊζάνης, ο ενθουσιώδης και ευγενής εκ Σμύρνης συνάδελφος, ωμίλησε ειπών ωραίους και συνετούς λόγους• έπειτα δε διά μακρών ωμίλησε και ο κ. υπουργός, προτρέψας την νεολαίαν εις την εκ παραλλήλου άσκησιν σώματος και πνεύματος.
Και μετά μίαν ώραν η «Μυκάλη» απέπλεε φέρουσα τον κ. υπουργό των Ναυτικών.
Από το βιβλίο του Βασιλείου Φρ. Τωμαδάκη
Ο Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης στην νήσο Τήνο
εκδ. Ερίννη, 2000
Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 2