Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ: Tο γράμμα
Από το παράθυρο μπαίνει το φως της θάλασσας, ο ήχος των αυτοκινήτων που τρέχουν στη Λεωφόρο, λίγο κάγκελο από το μπαλκόνι και πολύς ουρανός. Ο ουρανός είναι γαλάζιος και η θάλασσα είναι γαλάζια, πριν λίγο πρέπει να πέρασε κάποιο βαπόρι, έχει μείνει χαραγμένη η πορεία του πάνω στο νερό, είναι πιο ανοιχτόχρωμο σχεδόν ξασπρισμένο γαλάζιο.
Ό,τι βρίσκεται έξω από το δωμάτιο θα μπορούσε να της φέρει στη μνήμη άλλες παραστάσεις, ζωής περασμένης, όμως αποφεύγει τέτοιες αναδρομές, αισθάνεται πιο ασφαλής στο τελείως ξένο περιβάλλον του εσωτερικού.
Η μόνη της έγνοια είναι αυτό το γράμμα που πρέπει να γράψει. Είναι απαραίτητο, πρέπει να το γράψει.
Άλλαξε πάλι δωμάτιο, άλλαξε πολιτεία. Τίποτα δεν άλλαξε, οι άνθρωποι έχουνε παντού τα ίδια νεκρά πρόσωπα. Όταν τους κοιτάξεις επίμονα το ανακαλύπτεις. Μούμιες.
Κάθεται στο καφενείο — αυτό το γράμμα πρέπει να το γράψει — βγάζει το στυλό και την κάρτα. Την ξανακοιτάζει και βεβαιώνεται πως απεικονίζει εκείνη την πρώτη πολιτεία απ' όπου πέρασε. Είπε θα στείλω μια κάρτα. Δεν την έστειλε. Σε κάθε καφενείο που κάθεται είναι για να γράψει αυτή την κάρτα, έπειτα ανακαλύπτει πως πάλι δεν απεικονίζει την πολιτεία που βρίσκεται, αλλά μιαν άλλη. Θυμάται με πόση προσοxή την διάλεξε, ήθελε νάναι αντιπροσωπευτική, να λέει αλήθεια. Μια, δυο, τρεις, δέκα. Τις απλώνει όλες μπροστά της.
[....]Μια μια σκίζει τις κάρτες, μπερδεύει τα κομματάκια, παιχνίδι παιδικό να τα ξανακολλήσεις, ο χρόνος καταβροχθίζεται με χρωματιστά πεθαμένα τοπία. Γίνανε μια μικρή στοίβα, με το μεγάλο δάχτυλο κάνει σφεντόνα και τα χτυπάει. Σκορπίσανε γύρω από το τραπέζι, μερικά που μείναν επάνω τα ρίχνει με το χέρι στο πεζοδρόμιο κι αυτά. Πέρασε αρκετή ώρα. Τα παρακολουθούσε να κολλάνε πάνω στις σόλες των περαστικών, να τα παρασέρνει ο αέρας παρακάτω ίσαμε που βαρέθηκε. Έβγαλε από την τσάντα της ένα παλιό σημειωματάριο έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε πάνω πάνω αποφασιστικά:
Ό,τι βρίσκεται έξω από το δωμάτιο θα μπορούσε να της φέρει στη μνήμη άλλες παραστάσεις, ζωής περασμένης, όμως αποφεύγει τέτοιες αναδρομές, αισθάνεται πιο ασφαλής στο τελείως ξένο περιβάλλον του εσωτερικού.
Η μόνη της έγνοια είναι αυτό το γράμμα που πρέπει να γράψει. Είναι απαραίτητο, πρέπει να το γράψει.
Άλλαξε πάλι δωμάτιο, άλλαξε πολιτεία. Τίποτα δεν άλλαξε, οι άνθρωποι έχουνε παντού τα ίδια νεκρά πρόσωπα. Όταν τους κοιτάξεις επίμονα το ανακαλύπτεις. Μούμιες.
Κάθεται στο καφενείο — αυτό το γράμμα πρέπει να το γράψει — βγάζει το στυλό και την κάρτα. Την ξανακοιτάζει και βεβαιώνεται πως απεικονίζει εκείνη την πρώτη πολιτεία απ' όπου πέρασε. Είπε θα στείλω μια κάρτα. Δεν την έστειλε. Σε κάθε καφενείο που κάθεται είναι για να γράψει αυτή την κάρτα, έπειτα ανακαλύπτει πως πάλι δεν απεικονίζει την πολιτεία που βρίσκεται, αλλά μιαν άλλη. Θυμάται με πόση προσοxή την διάλεξε, ήθελε νάναι αντιπροσωπευτική, να λέει αλήθεια. Μια, δυο, τρεις, δέκα. Τις απλώνει όλες μπροστά της.
[....]Μια μια σκίζει τις κάρτες, μπερδεύει τα κομματάκια, παιχνίδι παιδικό να τα ξανακολλήσεις, ο χρόνος καταβροχθίζεται με χρωματιστά πεθαμένα τοπία. Γίνανε μια μικρή στοίβα, με το μεγάλο δάχτυλο κάνει σφεντόνα και τα χτυπάει. Σκορπίσανε γύρω από το τραπέζι, μερικά που μείναν επάνω τα ρίχνει με το χέρι στο πεζοδρόμιο κι αυτά. Πέρασε αρκετή ώρα. Τα παρακολουθούσε να κολλάνε πάνω στις σόλες των περαστικών, να τα παρασέρνει ο αέρας παρακάτω ίσαμε που βαρέθηκε. Έβγαλε από την τσάντα της ένα παλιό σημειωματάριο έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε πάνω πάνω αποφασιστικά:
Σεβαστή μου μητέρα,
κλαίω...
κλαίω...
Σκέφτεται τι άλλο μπορεί να της γράψει. Προσθέτει. Κλαίω. Υπογράφει. Τσακίζει το χαρτί, το βάζει σ' ένα φάκελλο, το κλείνει. Τον γυρίζει και γράφει προσεχτικά.
Κυρίαν Ελένη...
Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Τάφος 336.
Ελλάδα
Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Τάφος 336.
Ελλάδα
Από το βιβλίο της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ Σπαράγματα
εκδ. Κέδρος, 1973
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 2
Ο λόγος που το διαγράφω είναι επειδή το υπογράφεις με το user name γνωστού μπλόγκερ που, καταφανέστατα, δεν είσαι εσύ.
(το σχόλιο φυλάσσεται)
» Δημοσίευση σχολίου