ο Τάσος Δενέγρης προς τον Πιερ Πάολο Παζολίνι
Σου γράφω λίγα πράγματα για μένα, για να καταλάβεις την εμμονή μου για τα Παιδιά της Ζωής.
Σου είχα γράψει ξανά το 1984 για να σου εκφράσω τη συγκίνηση και το θαυμασμό μου, αλλά δεν πήρα απάντηση. Και πώς να πάρω, αφού εσύ ήσουν κομματιασμένος μες στα σκουπίδια, ανάμεσα στο Φιουμιτσίνο και την Όστια. Τώρα πια δεν περιμένω απάντηση, παρ' όλα αυτά τρέφω την αυταπάτη πως αυτά τα λίγα λόγια θα τα λάβεις.
Γεννήθηκα στην Αθήνα από γονείς αστούς. Στα εφτά μου χρόνια η Ιστορία έφερε τα πάνω-κάτω και βρέθηκα στους δρόμους. Παγκόσμιος Πόλεμος, γερμανική κατοχή και πείνα. Λένε πως 600.000 άνθρωποι πέθαναν απ' αυτήν, περίπου 1 στους 10. Επί πέντε χρόνια, μέχρι δηλαδή να τελειώσει ο πόλεμος, η ζωή μου ήταν: δημοτικό σχολείο, το μεσημέρι άσυλο του Ερυθρού Σταυρού και την υπόλοιπη μέρα, ποδόσφαιρο, πετροπόλεμος, τσακωμοί. Ολ' αυτά ξυπόλητοι, συχνά μ' ένα χαρούπι στην τσέπη. Απ' τα εννιά μου άρχισα τις εξερευνήσεις στις πιο μακρινές γειτονιές της Αθήνας, που γίνονταν με τα πράσινα τραμ. Καβαλούσαμε στη ρυμούλκα και πηδούσαμε εν κινήσει, πριν φτάσουμε στον προορισμό μας. Ποιος ήταν ο προορισμός μας; Η περιπλάνηση και τα περιβόλια, μήπως βρεθεί κάνα λάχανο ή τίποτε τζάνερα. Κάποτε τέλειωσε ο εφιάλτης κι εγώ μπήκα σ' ένα καλό σχολείο, με ζεστές αίθουσες, εργαστήρια χημείας και γήπεδα ποδοσφαίρου και μπάσκετ.
Ύστερα από οκτώ χρόνια ήρθα στη Ρώμη να σπουδάσω κινηματογράφο. Ήρθα νωρίτερα απ' τη σπουδαστική περίοδο, για να μάθω καλύτερα τη γλώσσα και να συνηθίσω στην καινούργια ζωή. Κάθε μέρα έμπαινα και σ' ένα τραμ, πληρώνοντας εισιτήριο τώρα κι όχι καβαλώντας πίσω. Μ' αυτόν τον τρόπο γνώρισα όλες, κυριολεκτικά όλες, τις συνοικίες της Ρώμης. Στις ανατολικές συνοικίες, Τιμπουρτίνα, Πιετραλάτα, Πρενέστε, συνδέθηκα με τις συνοικίες της Αθήνας των παιδικών μου χρόνων: παράγκες, αλάνες, λασπόδρομοι, χωράφια με ναούς σκουπιδιών, παραπόταμοι με θολά νερά, εργατικές πολυκατοικίες, εντεκάχρονοι καθισμένοι σε πεζούλια που καπνίζουν μια γόπα, μικρά κορίτσια που σκληρίζουν.
Γύρισα στην Ελλάδα και διάβασα τα Παιδιά της Ζωής είκοσι χρόνια αργότερα. Τώρα πια όλα ήρθαν κι έδεσαν' τα παιδικά μου χρόνια στην Αθήνα της γερμανικής κατοχής, τα φοιτητικά μου στη Ρώμη. Ύστερα, με το πέρασμα των χρόνων, το διάβασα ξανά άλλες δύο φορές. Τώρα δεν ήταν μόνο η συγκινησιακή φόρτιση, η βιωματική ταύτιση. Ούτε το γεγονός ότι παραμένει επίκαιρο γιατί στα σαράντα χρόνια που πέρασαν η αθλιότητα βασιλεύει στο Σάο Πάολο, στη Λίμα, στην Καλκούτα, αλλά και σε πόλεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Τώρα ήταν οι αρετές του μυθιστορήματος και πρώτα η γλώσσα. Το έγραψες στη διάλεκτο της Ρώμης. Αν έχω καταλάβει καλά, η διάλεκτος είναι μια γλώσσα αυτούσια κάθε περιοχής με δική της κουλτούρα κι έναν δικό της κώδικα κινήσεων κι εκφράσεων. Σήμερα πια όλες αυτές οι τοπικές κουλτούρες τείνουν να εξαλειφθούν. Το είχες άλλωστε γράψει στην «Κοριέρε ντέλα Σέρα», το 1973. Οι διάφορες ιδιαίτερες κουλτούρες συνέχιζαν ανενόχλητες ν' ακολουθούν τα δικά τους αρχαία μοντέλα' η καταπίεση έφθανε μέχρι του σημείου να πετύχει τη συνένωσή τους στα λόγια. Σήμερα, αντιθέτως, η προσκόλληση στο μοντέλο που προτείνει το κράτος είναι ολοκληρωτική και άνευ όρων. Τα πραγματικά πρότυπα κουλτούρας έχουν απορριφθεί. Η αποξένωση ολοκληρώθηκε. Το μυθιστόρημα έχει κι άλλες αρετές. Έχει ρυθμό, όπως τα μεγάλα έργα του κινηματογράφου, που οφείλεται στο χωρισμό σε κεφάλαια, στους διαλόγους και τη δράση σε κάθε κεφάλαιο, στα πρόσωπα που εμφανίζονται, που εναλλάσσονται και καμιά φορά εξαφανίζονται. Φοβερές αναλογίες, έτσι που παίρνεις τον αναγνώστη με το μέρος σου και τον κάνεις συνένοχο. Άλλη αρετή του μυθιστορήματος είναι η λιτότης των μέσων. Ειδικά εκεί όπου υπάρχει δραματική κορύφωση, το ύφος σου γίνεται ελλειπτικό, όπως στο τελευταίο κεφάλαιο στη σκηνή του πνιγμού του μικρού Τζενέζιο μέσα στα βρώμικα νερά του Ανιένε. «Ο Τζενέζιο τώρα δεν άντεχε άλλο, κακόμοιρο παιδί, και χτυπούσε ακατάστατα τα χέρια, πάντοτε όμως χωρίς να ζητάει βοήθεια. Κάθε τόσο βυθιζότανε κάτω από την επιφάνεια του νερού και ξαναεμφανιζόταν ύστερα λιγάκι παραπέρα' τελικά, όταν έφτασε πια σχεδόν κάτω απ' τη γέφυρα, όπου το ρεύμα χτυπούσε αφρίζοντας πάνω στα βράχια, βυθίστηκε για τελευταία φορά, χωρίς την παραμικρή κραυγή, και φάνηκε ακόμα για λίγο να ξεχωρίζει στην επιφάνεια το μαυριδερό του κεφαλάκι».
Τον Ιούλιο του 1955, μόλις είχε εκδοθεί το μυθιστόρημα σου, οι κριτικές του Κομμουνιστικού Κόμματος έσερναν το έργο σου στη λάσπη. «Η γλώσσα, οι καταστάσεις, τα πρόσωπα, το περιβάλλον αποπνέουν περιφρόνηση για τον άνθρωπο, αναδίδουν μια γνώση της πραγματικότητας επιφανειακή και παραμορφωμένη, μια νοσηρή αυταρέσκεια για τις πιο θολές όψεις μιας αλήθειας πολύπλοκης και πολύμορφης».
Μια δεξιά εφημερίδα έγραφε: «Αρνούμαστε κάθε εγκυρότητα στη διάλεκτο, σήμερα που η τοπικιστική εμπειρία παραχωρεί τη θέση της για πρώτη φορά στην ιστορία μας στην ανάπτυξη μιας αυθεντικής εθνικής συνείδησης».
Πέρασαν από τότε πενήντα χρόνια. Η φήμη σου εδραιώθηκε με τα ποιήματά σου, με ταινίες που έκανες, εγώ όμως θα θυμάμαι «Τα παιδιά της Ζωής» γιατί «Στο βάθος κάθε ομορφιάς υπάρχει κάτι το απάνθρωπο και οι λόφοι, ο γλυκός ουρανός, τα δέντρα χάνουν την ίδια στιγμή το ψεύτικο νόημα που τους δίναμε, γίνονται πιο μακρινά κι από έναν χαμένο παράδεισο»*.
Σου είχα γράψει ξανά το 1984 για να σου εκφράσω τη συγκίνηση και το θαυμασμό μου, αλλά δεν πήρα απάντηση. Και πώς να πάρω, αφού εσύ ήσουν κομματιασμένος μες στα σκουπίδια, ανάμεσα στο Φιουμιτσίνο και την Όστια. Τώρα πια δεν περιμένω απάντηση, παρ' όλα αυτά τρέφω την αυταπάτη πως αυτά τα λίγα λόγια θα τα λάβεις.
Γεννήθηκα στην Αθήνα από γονείς αστούς. Στα εφτά μου χρόνια η Ιστορία έφερε τα πάνω-κάτω και βρέθηκα στους δρόμους. Παγκόσμιος Πόλεμος, γερμανική κατοχή και πείνα. Λένε πως 600.000 άνθρωποι πέθαναν απ' αυτήν, περίπου 1 στους 10. Επί πέντε χρόνια, μέχρι δηλαδή να τελειώσει ο πόλεμος, η ζωή μου ήταν: δημοτικό σχολείο, το μεσημέρι άσυλο του Ερυθρού Σταυρού και την υπόλοιπη μέρα, ποδόσφαιρο, πετροπόλεμος, τσακωμοί. Ολ' αυτά ξυπόλητοι, συχνά μ' ένα χαρούπι στην τσέπη. Απ' τα εννιά μου άρχισα τις εξερευνήσεις στις πιο μακρινές γειτονιές της Αθήνας, που γίνονταν με τα πράσινα τραμ. Καβαλούσαμε στη ρυμούλκα και πηδούσαμε εν κινήσει, πριν φτάσουμε στον προορισμό μας. Ποιος ήταν ο προορισμός μας; Η περιπλάνηση και τα περιβόλια, μήπως βρεθεί κάνα λάχανο ή τίποτε τζάνερα. Κάποτε τέλειωσε ο εφιάλτης κι εγώ μπήκα σ' ένα καλό σχολείο, με ζεστές αίθουσες, εργαστήρια χημείας και γήπεδα ποδοσφαίρου και μπάσκετ.
Ύστερα από οκτώ χρόνια ήρθα στη Ρώμη να σπουδάσω κινηματογράφο. Ήρθα νωρίτερα απ' τη σπουδαστική περίοδο, για να μάθω καλύτερα τη γλώσσα και να συνηθίσω στην καινούργια ζωή. Κάθε μέρα έμπαινα και σ' ένα τραμ, πληρώνοντας εισιτήριο τώρα κι όχι καβαλώντας πίσω. Μ' αυτόν τον τρόπο γνώρισα όλες, κυριολεκτικά όλες, τις συνοικίες της Ρώμης. Στις ανατολικές συνοικίες, Τιμπουρτίνα, Πιετραλάτα, Πρενέστε, συνδέθηκα με τις συνοικίες της Αθήνας των παιδικών μου χρόνων: παράγκες, αλάνες, λασπόδρομοι, χωράφια με ναούς σκουπιδιών, παραπόταμοι με θολά νερά, εργατικές πολυκατοικίες, εντεκάχρονοι καθισμένοι σε πεζούλια που καπνίζουν μια γόπα, μικρά κορίτσια που σκληρίζουν.
Γύρισα στην Ελλάδα και διάβασα τα Παιδιά της Ζωής είκοσι χρόνια αργότερα. Τώρα πια όλα ήρθαν κι έδεσαν' τα παιδικά μου χρόνια στην Αθήνα της γερμανικής κατοχής, τα φοιτητικά μου στη Ρώμη. Ύστερα, με το πέρασμα των χρόνων, το διάβασα ξανά άλλες δύο φορές. Τώρα δεν ήταν μόνο η συγκινησιακή φόρτιση, η βιωματική ταύτιση. Ούτε το γεγονός ότι παραμένει επίκαιρο γιατί στα σαράντα χρόνια που πέρασαν η αθλιότητα βασιλεύει στο Σάο Πάολο, στη Λίμα, στην Καλκούτα, αλλά και σε πόλεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Τώρα ήταν οι αρετές του μυθιστορήματος και πρώτα η γλώσσα. Το έγραψες στη διάλεκτο της Ρώμης. Αν έχω καταλάβει καλά, η διάλεκτος είναι μια γλώσσα αυτούσια κάθε περιοχής με δική της κουλτούρα κι έναν δικό της κώδικα κινήσεων κι εκφράσεων. Σήμερα πια όλες αυτές οι τοπικές κουλτούρες τείνουν να εξαλειφθούν. Το είχες άλλωστε γράψει στην «Κοριέρε ντέλα Σέρα», το 1973. Οι διάφορες ιδιαίτερες κουλτούρες συνέχιζαν ανενόχλητες ν' ακολουθούν τα δικά τους αρχαία μοντέλα' η καταπίεση έφθανε μέχρι του σημείου να πετύχει τη συνένωσή τους στα λόγια. Σήμερα, αντιθέτως, η προσκόλληση στο μοντέλο που προτείνει το κράτος είναι ολοκληρωτική και άνευ όρων. Τα πραγματικά πρότυπα κουλτούρας έχουν απορριφθεί. Η αποξένωση ολοκληρώθηκε. Το μυθιστόρημα έχει κι άλλες αρετές. Έχει ρυθμό, όπως τα μεγάλα έργα του κινηματογράφου, που οφείλεται στο χωρισμό σε κεφάλαια, στους διαλόγους και τη δράση σε κάθε κεφάλαιο, στα πρόσωπα που εμφανίζονται, που εναλλάσσονται και καμιά φορά εξαφανίζονται. Φοβερές αναλογίες, έτσι που παίρνεις τον αναγνώστη με το μέρος σου και τον κάνεις συνένοχο. Άλλη αρετή του μυθιστορήματος είναι η λιτότης των μέσων. Ειδικά εκεί όπου υπάρχει δραματική κορύφωση, το ύφος σου γίνεται ελλειπτικό, όπως στο τελευταίο κεφάλαιο στη σκηνή του πνιγμού του μικρού Τζενέζιο μέσα στα βρώμικα νερά του Ανιένε. «Ο Τζενέζιο τώρα δεν άντεχε άλλο, κακόμοιρο παιδί, και χτυπούσε ακατάστατα τα χέρια, πάντοτε όμως χωρίς να ζητάει βοήθεια. Κάθε τόσο βυθιζότανε κάτω από την επιφάνεια του νερού και ξαναεμφανιζόταν ύστερα λιγάκι παραπέρα' τελικά, όταν έφτασε πια σχεδόν κάτω απ' τη γέφυρα, όπου το ρεύμα χτυπούσε αφρίζοντας πάνω στα βράχια, βυθίστηκε για τελευταία φορά, χωρίς την παραμικρή κραυγή, και φάνηκε ακόμα για λίγο να ξεχωρίζει στην επιφάνεια το μαυριδερό του κεφαλάκι».
Τον Ιούλιο του 1955, μόλις είχε εκδοθεί το μυθιστόρημα σου, οι κριτικές του Κομμουνιστικού Κόμματος έσερναν το έργο σου στη λάσπη. «Η γλώσσα, οι καταστάσεις, τα πρόσωπα, το περιβάλλον αποπνέουν περιφρόνηση για τον άνθρωπο, αναδίδουν μια γνώση της πραγματικότητας επιφανειακή και παραμορφωμένη, μια νοσηρή αυταρέσκεια για τις πιο θολές όψεις μιας αλήθειας πολύπλοκης και πολύμορφης».
Μια δεξιά εφημερίδα έγραφε: «Αρνούμαστε κάθε εγκυρότητα στη διάλεκτο, σήμερα που η τοπικιστική εμπειρία παραχωρεί τη θέση της για πρώτη φορά στην ιστορία μας στην ανάπτυξη μιας αυθεντικής εθνικής συνείδησης».
Πέρασαν από τότε πενήντα χρόνια. Η φήμη σου εδραιώθηκε με τα ποιήματά σου, με ταινίες που έκανες, εγώ όμως θα θυμάμαι «Τα παιδιά της Ζωής» γιατί «Στο βάθος κάθε ομορφιάς υπάρχει κάτι το απάνθρωπο και οι λόφοι, ο γλυκός ουρανός, τα δέντρα χάνουν την ίδια στιγμή το ψεύτικο νόημα που τους δίναμε, γίνονται πιο μακρινά κι από έναν χαμένο παράδεισο»*.
(* «Ο μύθος του Σίσυφου», Αλμπέρ Καμί )
Από την Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας
21 Μαρτίου 2003, με την επιμέλεια του Μισέλ Φάις
21 Μαρτίου 2003, με την επιμέλεια του Μισέλ Φάις
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 2