Λένα Διβάνη: "Το τελευταίο γράμμα της χρονιάς..."
ΕΚΤΑΚΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Τελικά, το τελευταίο γράμμα της χρονιάς ήταν γραφτό να κλείσει επεισοδιακά. Άκου να δεις τι έγινε: Εγώ είχα ντυθεί κι ετοιμαζόμουνα να βγω -και με την ευκαιρία να ταχυδρομήσω και το εν λόγω- όταν χτυπάει η πόρτα και εμφανιζεται ο Μανώλης με λουλούδια στο χέρι. Επειδή του άνοιξα εγώ, η Άννα ήταν στο μπάνιο και λουζόταν εκείνη τη στιγμή, κόμπλαρε και τα έδωσε σ' εμένα μ' ένα στιλ πολύ αποδεικτικό του ότι γι' άλλην προορίζονταν. Τον περνάω μέσα αποφεύγοντας να τον ρωτήσω πώς από δω, για να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση - δηλαδή σε δυσκολότερη, γιατί ήδη είχε ένα look επιθανάτιου ρόγχου. Σε δυο λεπτά να σου και η Άννα με πετσέτα στο μαλλί και έκπληκτο ύφος στη μούρη. Τι έγινε, Μανώλη; Πώς από δω τέτοια ώρα; του κάνει τρίβοντας το μαλλί με μανία. Ο Μανώλης γυρίζει σ' εμένα και με παρακαλάει με ευγενικό αλλά σταθερό τρόπο (ξαφνικά σαν να βρήκε την ψυχραιμία του και ήξερε τι έκανε) να τους αφήσω μόνους. Εγώ λέω βεβαίως και σπεύδω να εξαφανιστώ, διατηρώντας φυσικά ένα καλό ακουστικό πόστο έξω από την πόρτα.
Μετά από ενός λεπτού εκατέρωθεν σιγή, ακούω τη φωνή του Μανώλη να λέει στην Άννα ότι έχει να κοιμηθεί δυο βδομάδες, ότι κοντεύει να τρελαθεί στη σκέψη ότι πλησιάζει ο καιρός που θα φύγει από τη Βοστόνη και δε θα μπορεί πια να τη βλέπει, έστω κι αυτό το λίγο, ότι κατάλαβε ότι δεν είναι μόνο ο θαυμασμός που τρέφει για το πρόσωπο της, αλλά κι ένα σωρό άλλα πράγματα, ότι την καταλαβαίνει, είναι σαν κι αυτήν στο βάθος, θέλει να τη βοηθήσει κλπ., κλπ. Ο Μανώλης από ένα σημείο και πέρα τα έχασε και μιλούσε χωρίς σπουδαίο ειρμό, ειδικά όσο έβλεπε ότι η Άννα τον άκουγε και δεν αντιδρούσε καθόλου. Ό,τι θυμόταν το έλεγε, μπας και συγκινήσει τη σκληρόκαρδη και πει κάτι, τέλος πάντων. Της είπε ότι η Μόλλυ έφυγε γιατί το κατάλαβε -και κείνος δεν της το έκρυψε άλλωστε, ότι είναι ερωτευμένος με την Άννα-, ότι πήρε και το παιδί, αλλά αυτός τη θυσιάζει ευχαρίστως όλη του τη ζωή, όσο κι αν του κοστίζει, αρκεί να τον θέλει εκείνη. Μου έδειξες ότι υπάρχει πάντα δρόμος, της λέει στο τέλος, αρκεί ν αντέχουν τα πόδια μας να τον βαδίσουμε. Εσύ μου έδειξες το δρόμο κι εγώ είμαι διατεθειμένος να τον βαδίσω, αρκεί να είσαι δίπλα μου. Κανείς δε θα σε αγαπήσει όσο εγώ. Και βέβαια το κλου της ομιλίας του ήταν ότι ήθελε να πουλήσει την επιχείρηση και να κατεβεί στην Ελλάδα, αν αυτή δεν μπορούσε με τίποτα να παραμείνει στη Βοστόνη.
Μαμά, ήταν τόσο συγκινητικός, που μου 'ρχόταν ν' ανοίξω την πόρτα και να τον αγκαλιάσω, τον καημένο. Δεν ήταν τόσο τα λόγια του, αλλά ο τρόπος που τα έλεγε. Κάποια στιγμή κουράστηκε και σταμάτησε, χωρίς να έχει αποσπάσει ούτε μια κουβέντα από την Άννα. Πέφτει μια βουβαμάρα για λίγο, τόσο που ετοιμαζόμουνα να φύγω - είχα πιαστεί σ' αυτή την άβολη στάση. Ξαφνικά η Άννα ανοίγει το στόμα και λέει τα κάτωθι περίπου: Μανώλη, σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, λες και της έδωσε καμιά συστατική επιστολή, ξέρω γω, και με τιμούν αφάνταστα. Εγώ σε εκτιμώ και σε συμπαθώ πάρα πολύ, αλλά πέραν τούτου ουδέν. Λυπάμαι αν με τη στάση μου σου έδωσα ψεύτικες ελπίδες ή λάθος εντυπώσεις. Αυτά τα έλεγε όχι τόσο ξερά, όπως τα γράφω εγώ για συντομία, αλλά πάντως ξερά. Ίσως να είναι αλήθεια ότι κανείς δε θα μ' αγαπήσει όσο εσύ -άλλωστε δε με αγάπησε μέχρι τώρα, γιατί να ελπίσω ότι αυτό θα συμβεί από δω και μπρος-, αλλά ειλικρινά σ' το λέω, το λιγότερο που μ' ενδιαφέρει σήμερα είναι ποιος και αν θα μ' αγαπήσει. Ας μη σώσει να μ' αγαπήσει κανείς! Δεν ενδιαφέρομαι ούτε επενδύω σ' αυτό. Η αγάπη των άλλων είναι η επισφαλέστερη μετοχή, Μανώλη, ρώτα και τη Μόλλυ να σου πει (αυτό τρομερή μπηχτή, ε; Χάλια θα τον έκανε η άτιμη). Εγώ, άλλωστε, τώρα μόλις βγήκα από μια μεγάλη μάχη -κανένας σας δεν ξέρει πόσο μεγάλη- και ετοιμάζομαι για μια ακόμα μεγαλύτερη. Με λίγα λόγια δεν μπορώ να κουβαλάω βάρη στα πόδια μου (έτσι ακριβώς το είπε, κυνικότατα). Άλλωστε τι θα κάνεις στην Ελλάδα; Θ' ανοίξεις άλλη πιτσαρία ή θα πας σε κανένα Ι.Ε.Κ. του κώλου να επιμορφωθείς, για να γίνεις λογιστής; Να σου πω εγώ τι θα κάνεις. Θα τριγυρνάς από πίσω μου νοσταλγώντας τη ζωούλα σου και το παιδάκι σου και το μαγαζάκι σου, και θα με εμποδίζεις, με τις τύψεις που θα μου φορτώσεις, να κάνω επιτέλους αυτό που θέλω.
Το περίεργο είναι ότι μιλούσε σαν ατμομηχανή, με φοβερή φόρα, σαν να μπήκε κανένας μπροστά της και να της έκοβε το δρόμο. Μη σου πω ότι ακουγόταν και κάπως φουρκισμένη. Τέλος πάντων, ο Μανώλης μετά από λίγο σηκώθηκε και μάλλον έφυγε με το ίδιο εισιτήριο. Δεν είμαι σίγουρη, γιατί αποσύρθηκα στα ιδιαίτερα διαμερίσματα μου, μη με πιάσουν και στα πράσα... Εγώ το ήξερα πάντως ότι κάτι θα πήγαινε στραβά. Πρώτη φορά εμφανίστηκε Μανώλης άνευ πίτσας και να το χοντρό στραπάτσο...
Τι σου λένε όλα αυτά; Θα ήθελα πολύ να το συζητήσουμε από κοντά - κατά προτίμηση στη βεράντα μας στο Λαγονήσι.
Υπομονή και όπου να 'ναι έρχομαι!
Ασπασία
Τελικά, το τελευταίο γράμμα της χρονιάς ήταν γραφτό να κλείσει επεισοδιακά. Άκου να δεις τι έγινε: Εγώ είχα ντυθεί κι ετοιμαζόμουνα να βγω -και με την ευκαιρία να ταχυδρομήσω και το εν λόγω- όταν χτυπάει η πόρτα και εμφανιζεται ο Μανώλης με λουλούδια στο χέρι. Επειδή του άνοιξα εγώ, η Άννα ήταν στο μπάνιο και λουζόταν εκείνη τη στιγμή, κόμπλαρε και τα έδωσε σ' εμένα μ' ένα στιλ πολύ αποδεικτικό του ότι γι' άλλην προορίζονταν. Τον περνάω μέσα αποφεύγοντας να τον ρωτήσω πώς από δω, για να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση - δηλαδή σε δυσκολότερη, γιατί ήδη είχε ένα look επιθανάτιου ρόγχου. Σε δυο λεπτά να σου και η Άννα με πετσέτα στο μαλλί και έκπληκτο ύφος στη μούρη. Τι έγινε, Μανώλη; Πώς από δω τέτοια ώρα; του κάνει τρίβοντας το μαλλί με μανία. Ο Μανώλης γυρίζει σ' εμένα και με παρακαλάει με ευγενικό αλλά σταθερό τρόπο (ξαφνικά σαν να βρήκε την ψυχραιμία του και ήξερε τι έκανε) να τους αφήσω μόνους. Εγώ λέω βεβαίως και σπεύδω να εξαφανιστώ, διατηρώντας φυσικά ένα καλό ακουστικό πόστο έξω από την πόρτα.
Μετά από ενός λεπτού εκατέρωθεν σιγή, ακούω τη φωνή του Μανώλη να λέει στην Άννα ότι έχει να κοιμηθεί δυο βδομάδες, ότι κοντεύει να τρελαθεί στη σκέψη ότι πλησιάζει ο καιρός που θα φύγει από τη Βοστόνη και δε θα μπορεί πια να τη βλέπει, έστω κι αυτό το λίγο, ότι κατάλαβε ότι δεν είναι μόνο ο θαυμασμός που τρέφει για το πρόσωπο της, αλλά κι ένα σωρό άλλα πράγματα, ότι την καταλαβαίνει, είναι σαν κι αυτήν στο βάθος, θέλει να τη βοηθήσει κλπ., κλπ. Ο Μανώλης από ένα σημείο και πέρα τα έχασε και μιλούσε χωρίς σπουδαίο ειρμό, ειδικά όσο έβλεπε ότι η Άννα τον άκουγε και δεν αντιδρούσε καθόλου. Ό,τι θυμόταν το έλεγε, μπας και συγκινήσει τη σκληρόκαρδη και πει κάτι, τέλος πάντων. Της είπε ότι η Μόλλυ έφυγε γιατί το κατάλαβε -και κείνος δεν της το έκρυψε άλλωστε, ότι είναι ερωτευμένος με την Άννα-, ότι πήρε και το παιδί, αλλά αυτός τη θυσιάζει ευχαρίστως όλη του τη ζωή, όσο κι αν του κοστίζει, αρκεί να τον θέλει εκείνη. Μου έδειξες ότι υπάρχει πάντα δρόμος, της λέει στο τέλος, αρκεί ν αντέχουν τα πόδια μας να τον βαδίσουμε. Εσύ μου έδειξες το δρόμο κι εγώ είμαι διατεθειμένος να τον βαδίσω, αρκεί να είσαι δίπλα μου. Κανείς δε θα σε αγαπήσει όσο εγώ. Και βέβαια το κλου της ομιλίας του ήταν ότι ήθελε να πουλήσει την επιχείρηση και να κατεβεί στην Ελλάδα, αν αυτή δεν μπορούσε με τίποτα να παραμείνει στη Βοστόνη.
Μαμά, ήταν τόσο συγκινητικός, που μου 'ρχόταν ν' ανοίξω την πόρτα και να τον αγκαλιάσω, τον καημένο. Δεν ήταν τόσο τα λόγια του, αλλά ο τρόπος που τα έλεγε. Κάποια στιγμή κουράστηκε και σταμάτησε, χωρίς να έχει αποσπάσει ούτε μια κουβέντα από την Άννα. Πέφτει μια βουβαμάρα για λίγο, τόσο που ετοιμαζόμουνα να φύγω - είχα πιαστεί σ' αυτή την άβολη στάση. Ξαφνικά η Άννα ανοίγει το στόμα και λέει τα κάτωθι περίπου: Μανώλη, σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, λες και της έδωσε καμιά συστατική επιστολή, ξέρω γω, και με τιμούν αφάνταστα. Εγώ σε εκτιμώ και σε συμπαθώ πάρα πολύ, αλλά πέραν τούτου ουδέν. Λυπάμαι αν με τη στάση μου σου έδωσα ψεύτικες ελπίδες ή λάθος εντυπώσεις. Αυτά τα έλεγε όχι τόσο ξερά, όπως τα γράφω εγώ για συντομία, αλλά πάντως ξερά. Ίσως να είναι αλήθεια ότι κανείς δε θα μ' αγαπήσει όσο εσύ -άλλωστε δε με αγάπησε μέχρι τώρα, γιατί να ελπίσω ότι αυτό θα συμβεί από δω και μπρος-, αλλά ειλικρινά σ' το λέω, το λιγότερο που μ' ενδιαφέρει σήμερα είναι ποιος και αν θα μ' αγαπήσει. Ας μη σώσει να μ' αγαπήσει κανείς! Δεν ενδιαφέρομαι ούτε επενδύω σ' αυτό. Η αγάπη των άλλων είναι η επισφαλέστερη μετοχή, Μανώλη, ρώτα και τη Μόλλυ να σου πει (αυτό τρομερή μπηχτή, ε; Χάλια θα τον έκανε η άτιμη). Εγώ, άλλωστε, τώρα μόλις βγήκα από μια μεγάλη μάχη -κανένας σας δεν ξέρει πόσο μεγάλη- και ετοιμάζομαι για μια ακόμα μεγαλύτερη. Με λίγα λόγια δεν μπορώ να κουβαλάω βάρη στα πόδια μου (έτσι ακριβώς το είπε, κυνικότατα). Άλλωστε τι θα κάνεις στην Ελλάδα; Θ' ανοίξεις άλλη πιτσαρία ή θα πας σε κανένα Ι.Ε.Κ. του κώλου να επιμορφωθείς, για να γίνεις λογιστής; Να σου πω εγώ τι θα κάνεις. Θα τριγυρνάς από πίσω μου νοσταλγώντας τη ζωούλα σου και το παιδάκι σου και το μαγαζάκι σου, και θα με εμποδίζεις, με τις τύψεις που θα μου φορτώσεις, να κάνω επιτέλους αυτό που θέλω.
Το περίεργο είναι ότι μιλούσε σαν ατμομηχανή, με φοβερή φόρα, σαν να μπήκε κανένας μπροστά της και να της έκοβε το δρόμο. Μη σου πω ότι ακουγόταν και κάπως φουρκισμένη. Τέλος πάντων, ο Μανώλης μετά από λίγο σηκώθηκε και μάλλον έφυγε με το ίδιο εισιτήριο. Δεν είμαι σίγουρη, γιατί αποσύρθηκα στα ιδιαίτερα διαμερίσματα μου, μη με πιάσουν και στα πράσα... Εγώ το ήξερα πάντως ότι κάτι θα πήγαινε στραβά. Πρώτη φορά εμφανίστηκε Μανώλης άνευ πίτσας και να το χοντρό στραπάτσο...
Τι σου λένε όλα αυτά; Θα ήθελα πολύ να το συζητήσουμε από κοντά - κατά προτίμηση στη βεράντα μας στο Λαγονήσι.
Υπομονή και όπου να 'ναι έρχομαι!
Ασπασία
Από το βιβλίο της Λένας Διβάνη Οι γυναίκες της ζωής της
εκδ. Καστανιώτη, 1997
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 2