Γιώργος Μιχαηλίδης: Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας - Η μύηση
Ο Οδυσσέας πήγε μόνος ως την άκρη του χωριού. Κάτω από έναν γυμνό πλάτανο υπήρχε ένας γερτός, μισοσπασμένος πάγκος. Τον σήκωσε βάζοντας από κάτω δυο μεγάλες πέτρες, τυλίχτηκε καλά στη χλαίνη του κι έβγαλε από την τσέπη ένα από τα μπλοκ αλληλογραφίας που του είχε μέσα στο δέμα η Αριάδνη. Το χαρτί είχε ένα ελαφρό υποκίτρινο χρώμα που το έκανε να δείχνει πολύτιμο. Έτσι κι αλλιώς ήταν πολύτιμο για κείνον. Ήταν το πέμπτο γράμμα πού της έγραφε. Τρία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους με το τραίνο, που τα ταχυδρόμησε στη Θεσσαλονίκη, και ένα σύντομο στη Φλώρινα.
Η μέρα έφευγε. Ένα φως παγερό, ετοιμοθάνατο, άπλωνε σαν γάζα πάνω από τον τόπο. Μια πλαγιά κατέβαινε διαγώνια κάτασπρη, μετά ένας κάμπος ομίχλης και στο βάθος ο τρομερός όγκος της Τρεμπεσίνας. Της έγραψε:
Αγαπημένη κυρία Καρέλη.
Δεν ήξερε πώς να την προσφωνήσει. Το «αγαπημένη μου» του φαινόταν πολύ, το «αγαπητή» λίγο, το «κυρία Καρέλη» ψυχρό, το «Αριάδνη» θρασύ. Κατέληξε σ' ένα συνδυασμό που τα απέφευγε όλα - ούτε θρασύ ούτε ψυχρό ούτε πολύ ούτε λίγο: «αγαπημένη κυρία Καρέλη».
Της έγραψε για την επταήμερη, άγρυπνη, εξουθενωτική πορεία μέσα στα χιόνια και τα άγρια βουνά της Αλβανίας, για τους νεκρούς και τους τραυματίες, για τις εικόνες της φρίκης και της ερημιάς. Κάθε τόσο τα λόγια του τα συμπλήρωνε με μικρά σχέδια: εκρήξεις, φλεγόμενα καμιόνια, τοπία γυμνά, απάνθρωπα, κοκκαλωμένα μουλάρια, ένας νεκρός φαντάρος μισοθαμμένος στο χώμα. Ζωγράφισε και τον εαυτό του κάτω από τον γυμνό πλάτανο, καθισμένο στο παγκάκι να της γράφει.
... Τώρα είμαι κάπου μέσα στην Αλβανία, σ' ένα ερειπωμένο χωριό. Βραδιάζει. Σας σκέφτομαι. Οι εικόνες σας -και έχω τόσο πολλές στο μυαλό μου-, έρχονται η μία μετά την άλλη, κάποτε πολλές μαζί, στροβιλίζονται σαν να χιονίζει μέσα μου η ομορφιά σας και με παρηγορεί. Αύριο θα αρχίσει η επίθεση. Ο λόχος μας θα λάβει μέρος. Δε με νοιάζει τι θα συμβεί σ' εμένα, αν θα γλυτώσω ή αν θα σκοτωθώ. Μου φτάνει που σας γνώρισα, που σας αγάπησα. Να ξέρω πως κι εσείς ενδιαφέρεστε για μένα, με σκέφτεστε, είναι η μεγαλύτερη ευτυχία.
Όλοένα το φως έσβηνε, αραιωμένο μελάνι χυνόταν στον αέρα και η ευωδία της παγωνιάς, ανακατεμένη με τη μυρωδιά από σάπια φύλλα και ρίζες, λιβάνιζε κάτι πένθιμο στον αέρα. Όσο χαμήλωνε το φως, τόσο χαμήλωνε και ο Οδυσσέας επάνω από το χαρτί. Διπλωμένος στα δύο, σχεδίν γονατισμένος, έδειχνε από μακριά σαν να προσεύχεται ή κάτι να προσκυνούσε.
Έριξε το γράμμα στο σάκο του ταχυδρομείου, που ήταν στο διοικητήριο μπαίνοντας δεξιά, και πήγε να βρει το λοxαγό του τον Σπάθη.
Από την τριλογία του Γιώργου Μιχαηλίδη
Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας: βιβλίο πρώτο - Η μύηση
εκδ. Καστανιώτη, 2000
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 2