Elias Canetti: Για την δημοσιοποίηση των επιστολών, του Φραντς Κάφκα
Εκδόθηκαν επιτέλους σ' έναν τόμο 750 σελίδων αυτές οι επιστολές που περικλείουν τα μαρτύρια πέντε ετών. Το όνομα της μνηστής, που για πολλά χρόνια αναφερόταν διακριτικά όπως και του Κ. με το γράμμα Φ και μία τελεία, ώστε να μην ξέρουμε ποιο πρόσωπο κρυβόταν από πίσω αναγκάζοντας μας να ψάχνουμε και να μην το βρίσκουμε ποτέ, τώρα φιγουράρει με μεγάλα γράμματα στο εξώφυλλο του βιβλίου. Η γυναίκα στην οποία απευθύνονται οι επιστολές αυτές, έχει πεθάνει εδώ και οκτώ χρόνια. Πέντε χρόνια πριν από το θάνατο της, τις πούλησε στον εκδότη του Κάφκα και, όπως σκεφτόμαστε σε παρόμοιες περιπτώσεις, η «πολυαγαπημένη επιχειρηματίας» του Κάφκα απέδειξε ακόμη και την τελευταία στιγμή αυτή της την ικανότητα, που όχι μόνο σήμαινε πολλά για κείνον, αλλά του δημιουργούσε και αισθήματα τρυφερότητας.
Η αλήθεια είναι πως, όταν κυκλοφόρησαν οι επιστολές, ο Κάφκα ήταν ήδη σαράντα τρία χρόνια πεθαμένος, και παρ' όλ' αυτά η πρώτη αντίδραση που νιώσαμε -έφταιγε ο σεβασμός μας προς αυτόν και προς τη δυστυxία του- ήταν κάτι ανάμεσα σε δυσάρεστη αμηχανία και ντροπή. Γνωρίζω ανθρώπους που, καθώς προxωρούσαν στην ανάγνωσή τους, η ντροπή που ένιωθαν μεγάλωνε, γιατί δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από την αίσθηση πως δεν τους επιτρεπόταν να εισxωρήσουν σ' αυτούς τους χώρους.
Τους εκτιμώ πολύ, αλλά δεν συμφωνώ μαζί τους. Διαβάζοντας αυτά τα γράμματα ένιωσα μια συγκίνηση που είχα να νιώσω εδώ και πολλά χρόνια κατά την επαφή μου με διάφορα λογοτεχνικά έργα. Τώρα πια τα κείμενα αυτά ανήκουν στην κατηγορία των ασύγκριτων και μοναδικών αυτοβιογραφιών, αλληλογραφιών και απομνημονευμάτων με τα οποία τρεφόταν και ο ίδιος ο Κάφκα. Αυτός, που η κυριότερη ιδιότητα του ήταν ο σεβασμός, δεν δίσταζε να διαβάζει ξανά και ξανά τα γράμματα του Κλάιστ, του Φλωμπέρ και του Χέμπελ. Σε μια από τις πιο δυστυχισμένες στιγμές της ζωής του, «παρηγορήθηκε» όταν πληροφορήθηκε πως ο Γκρίλπαρτσερ δεν ένιωθε τίποτα πια, όταν μπόρεσε επιτέλους να κρατήσει στην αγκαλιά του την Κάτι Φραίλιχ. Για τη φρίκη της ζωής, που σπανίως συνειδητοποιούν οι περισσότεροι άνθρωποι, εκτός από ορισμένους που δεν τη λησμονούν ποτέ, λες και κάποιες εσωτερικές δυνάμεις τους έχουν ορίσει μάρτυρες υπάρχει μόνο μία παρηγοριά: η συμμετοχή τους στη φρίκη που ένιωσαν μάρτυρες παρελθόντων χρόνων. Πρέπει, λοιπόν, να χρωστούμε αληθινή ευγνωμοσύνη απέναντι στη Φελίτσε Μπάουερ, που φύλαξε και διέσωσε τα γράμματα του Κάφκα, παρόλο που άντεξε η καρδιά της να τα πουλήσει. Θα ήταν πάρα πολύ λίγο αν στην προκειμένη περίπτωση μιλούσαμε για ένα απλό ντοκουμέντο, όπως και στις αντίστοιχες περιπτώσεις, όπου θα ανακαλύπταμε μαρτυρίες για τις ζωές του Πασκάλ, του Κίρκεγκωρ ή του Ντοστογέβσκι. Όσο αφορά το άτομό μου, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως τούτες οι επιστολές έχουν εισδύσει στη σκέψη μου σαν κομμάτια μιας αληθινής ζωής και πως τώρα μου φαίνονται τόσο αινιγματικές και οικείες, σαν να μου ανήκαν από πάντα -από τότε- δηλαδή που άρχισα να προσπαθώ να φιλοξενώ εντός μου ανθρώπους, προσπαθώντας να τους καταλάβω όσο γίνεται καλύτερα.
Από το βιβλίο του Ελίας Κανέττι H άλλη δίκη, Τα γράμματα
του Κάφκα στη Φελίτσε
σε μετάφραση Αλέξανδρου Ίσαρη - εκδ. Scripta, 2002
(η πρωτότυπη φωτογραφία του Ελίας Κανέττι είναι από το tokland.com, και
η φωτογραφία του Franz Kafka και της Felice Bauer (1917) είναι από το pro.corbis.com)
Η αλήθεια είναι πως, όταν κυκλοφόρησαν οι επιστολές, ο Κάφκα ήταν ήδη σαράντα τρία χρόνια πεθαμένος, και παρ' όλ' αυτά η πρώτη αντίδραση που νιώσαμε -έφταιγε ο σεβασμός μας προς αυτόν και προς τη δυστυxία του- ήταν κάτι ανάμεσα σε δυσάρεστη αμηχανία και ντροπή. Γνωρίζω ανθρώπους που, καθώς προxωρούσαν στην ανάγνωσή τους, η ντροπή που ένιωθαν μεγάλωνε, γιατί δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από την αίσθηση πως δεν τους επιτρεπόταν να εισxωρήσουν σ' αυτούς τους χώρους.
Τους εκτιμώ πολύ, αλλά δεν συμφωνώ μαζί τους. Διαβάζοντας αυτά τα γράμματα ένιωσα μια συγκίνηση που είχα να νιώσω εδώ και πολλά χρόνια κατά την επαφή μου με διάφορα λογοτεχνικά έργα. Τώρα πια τα κείμενα αυτά ανήκουν στην κατηγορία των ασύγκριτων και μοναδικών αυτοβιογραφιών, αλληλογραφιών και απομνημονευμάτων με τα οποία τρεφόταν και ο ίδιος ο Κάφκα. Αυτός, που η κυριότερη ιδιότητα του ήταν ο σεβασμός, δεν δίσταζε να διαβάζει ξανά και ξανά τα γράμματα του Κλάιστ, του Φλωμπέρ και του Χέμπελ. Σε μια από τις πιο δυστυχισμένες στιγμές της ζωής του, «παρηγορήθηκε» όταν πληροφορήθηκε πως ο Γκρίλπαρτσερ δεν ένιωθε τίποτα πια, όταν μπόρεσε επιτέλους να κρατήσει στην αγκαλιά του την Κάτι Φραίλιχ. Για τη φρίκη της ζωής, που σπανίως συνειδητοποιούν οι περισσότεροι άνθρωποι, εκτός από ορισμένους που δεν τη λησμονούν ποτέ, λες και κάποιες εσωτερικές δυνάμεις τους έχουν ορίσει μάρτυρες υπάρχει μόνο μία παρηγοριά: η συμμετοχή τους στη φρίκη που ένιωσαν μάρτυρες παρελθόντων χρόνων. Πρέπει, λοιπόν, να χρωστούμε αληθινή ευγνωμοσύνη απέναντι στη Φελίτσε Μπάουερ, που φύλαξε και διέσωσε τα γράμματα του Κάφκα, παρόλο που άντεξε η καρδιά της να τα πουλήσει. Θα ήταν πάρα πολύ λίγο αν στην προκειμένη περίπτωση μιλούσαμε για ένα απλό ντοκουμέντο, όπως και στις αντίστοιχες περιπτώσεις, όπου θα ανακαλύπταμε μαρτυρίες για τις ζωές του Πασκάλ, του Κίρκεγκωρ ή του Ντοστογέβσκι. Όσο αφορά το άτομό μου, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως τούτες οι επιστολές έχουν εισδύσει στη σκέψη μου σαν κομμάτια μιας αληθινής ζωής και πως τώρα μου φαίνονται τόσο αινιγματικές και οικείες, σαν να μου ανήκαν από πάντα -από τότε- δηλαδή που άρχισα να προσπαθώ να φιλοξενώ εντός μου ανθρώπους, προσπαθώντας να τους καταλάβω όσο γίνεται καλύτερα.
Από το βιβλίο του Ελίας Κανέττι H άλλη δίκη, Τα γράμματα
του Κάφκα στη Φελίτσε
σε μετάφραση Αλέξανδρου Ίσαρη - εκδ. Scripta, 2002
(η πρωτότυπη φωτογραφία του Ελίας Κανέττι είναι από το tokland.com, και
η φωτογραφία του Franz Kafka και της Felice Bauer (1917) είναι από το pro.corbis.com)
Ετικέτες Περί επιστολών