Στρατής Μυριβήλης: O Δευκαλίων
- Άκου, Λίνα... θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;
Αυτή γύρισε, κοίταξε ένα γύρω, κατόπι έσκυψε δίχως στενοχώρια και του 'δωσε ένα σκαστό φιλί. Είτανε κάτι που το ΄ξερε, που το περίμενε, κι αυτός της το 'πε με ύφος τόσο αποκαλυπτικό!
Οι γονιοί της είπαν εύκολα το ναι. Αυτός δεν είχε κανέναν. Οι γέροι συχωρέθηκαν, χρόνια τώρα. Ο μόνος δικός του στο χωριό ήταν ο νουνός του. Του 'γραψε πως αρραβωνιάζεται επίσημα με το κορίτσι, της Παναγιάς ανήμερα, το Δεκαπενταύγουστο. και γύρευε την ευκή του. Ο νουνός τού απάντησε αμέσως με τ' άλλο ταχυδρομείο. Ένα γράμμα πολυσέλιδο, γεμάτο ελληνικούρες, θερμή αγάπη και γενναία καρδιά. Του 'στελνε την ευκή του. Το 'χε κρυφό παράπονο που τόσα χρόνια δεν τόνε θυμήθηκε. "Τόση επιλησμονία!". Και τώρα τούτο το γράμμα του βαφτιστικού τόνε συγκίνησε βαθιά. Τον έκανε κ' έκλαψε το γέρο. Του μηνούσε να κάνει ό,τι τον φωτίσει ο Θεός, με την ευκή του. Να κοιτάξει κιόλας να στεφανωθεί γρήγορα, να παιδώσει, του 'γραφε πως με το πρώτο παιδί που θα του χάριζε θα του 'γραφε όλο το έχει του. Τιποτένια πράγματα βέβαια, όμως να, αυτό μπορούσε. Βιαζότανε να τόνε δει ν' ανοίξει σπίτι, ν' ακούσει κι αυτός ο άχαρος παιδιά να σαματέψουν γύρω στα γέρικα γόνατά του. Ν' ανεστηθεί τ' όνομά του, που πήγαινε να ξεκληρίσει η φαμίλια τους. Θα σηκωνότανε κιόλας να 'ρθει "ενταύθα" στη χαρά της αρρεβώνας, αν δεν είτανε το πόδι, το ζερβί του πόδι, με τα ρεματικά. Τονε πείραξαν φέτος πολύ οι πρώιμες βροχάδες. Μόλις όμως καλυτέρευε, θα πεταχτεί ως την Αθήνα να φιλήσει τη νύφη. Μα πάλι κ' έτσι από μακριά του εύχεται και τον φιλά. Η ώρα η καλή! Η ώρα η καλή!
Μαζί κ' ένα δεματάκι για τη νύφη. Ένα φλουρί αιγυπτιακό πάλι, σαν και κείνο της βάφτισης. Ένα παλιό φλουρί από σκούρο χρυσάφι, μεγάλο σαν φεγγάρι, να το κρεμάσει το λαιμό της η πετροπέρδικα.
Ο καημένος ο μπάρμπα - Στάθης!
Στρατής Μυριβήλης, Το πράσινο βιβλίο
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της "Εστίας", 1956
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 4