ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης προς τη γυναίκα του
Λίζα μου, άρχομαι της παρούσης μου έχων εις το πλευρόν μου τον Ανδρέα μας, όστις περιφέρεται εντός του γραφείου, κάνει όλα άνω κάτω και φωνάζει μέχρις εβδόμου ουρανού παπά, μαμά, παπά. Το βέβαιον είναι, ότι καταλήγει πάντοτε εις το παπά. Είναι πολύ καλά, δόξα τω αγίω Θεώ. Ακόμη όμως δεν του ανεβλάστησαν όλοι οι μεγάλοι οδόντες και να σου είπω την αλήθειαν, ήθελα επιθυμήσει να τελειώση με αυτό το βάσανο πριν ή έλθη το καλοκαίρι. Είναι ένα χαϊδόπαιδο, καλό, καλό, εύμορφο όσο παίρνει και γλυκό όπως είναι η μυστική εκείνη φυσική ουσία, ήτις κρύπτεται εις τον μυχόν των ανθέων και την οποίαν με τόσην επιτηδειότητα ηξεύρει να απαρροφά η μέλισσα.
Είδα και έπαθα να τον μάθω να με φιλή. Τέλος πάντων με το καλό με το κακό το κατόρθωσα και δεν ηξεύρω να υπάρχη μεγαλυτέρα ηθική ευχαρίστησις εκείνης την οποίαν αισθάνομαι εσωτερικώς να πλημμυρίζη τα σπλάχνα μου, όταν με τα δύο του χεράκια μού περιτυλίσκη τον λαιμόν και συγχρόνως προσκολλά επί του στόματός μου τα μυρόβλητα και δροσερά χείλη του. Τα μάτια έγιναν τώρα μαύρα. Επειδή δε διατηρούνται ξανθά τα φρύδια, τα βλέφαρα, η κόμη, και επειδή αι παρειαί του είναι πάντοτε ροδοκόκκιναι σαν το βασιλοκέρασον, η αντίθεσις των χρωμάτων τα καθιστά ζωηρότερα, γλυκύτερα, ευφραδέστερα, μαγικώτερα. Πολλές φορές, όταν τον κρατώ ανάσκελα εις την αγκαλιά μου διά να τον αποκοιμήσω, μένω ωσάν μεθυσμένος από την επιρροήν των βλεμμάτων, του νηπίου εκείνου. Ανεβοκατεβαίνουν τα βλέφαρα και ανάμεσα από τα ματόκλαδά του περνούν αι αχτίδες του φωτός και μου διαπερούν την καρδίαν, καθώς αι αχτίδες του ηλίου, όστις πάει να δύση και πέμπει την λάμψιν του κλεφτά, κλεφτά διά μέσου των χρυσών νεφελών, αι οποίαι τον περιτριγυρίζουν.
Από την Βασική Βιβλιοθήκη, τόμος 16ος
Κεφ. Από την αλληλογραφία του - Ένα γράμμα στη γυναίκα του
Εκδόσεις: Αετός, 1954
εικόνα: Λευκαδίτικα Νέα (από εξώφυλλο της Εστίας)
Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 4