<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d88644137678078798\x26blogName\x3d%CE%B3%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%BC%CE%B1+%CF%83%CE%B5+%CF%87%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%AF\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://allilografia.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://allilografia.blogspot.com/\x26vt\x3d-4503636247666117187', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe", messageHandlersFilter: gapi.iframes.CROSS_ORIGIN_IFRAMES_FILTER, messageHandlers: { 'blogger-ping': function() {} } }); } }); </script>

γράμμα σε χαρτί

"Στην τσέπη του παλτού σου παλιό σουσάμι, φλούδα φυστικιών και το τσαλακωμένο γράμμα μου." - Γιάννης Βαρβέρης
 

James Baldwin: Το δωμάτιο του Τζοβάνι


Μου είχαν έρθει δύο γράμματα, ένα από τον πατέρα μου κι ένα από την Έλα. Η Έλα κάμποσο καιρό τώρα μου έστελνε μόνο κάρτες. Φοβήθηκα ότι μπορεί στο γράμμα της να έγραφε κάτι σημαντικό και δεν ήθελα να το διαβάσω. Άνοιξα πρώτα το γράμμα του πατέρα μου. Το διάβασα στα όρθια, αποφεύγοντας τις αχτίνες του ήλιου, δίπλα στη διπλή πόρτα που ανοιγόκλεινε αδιάκοπα.

Ρε μαντράχαλε, έγραφε ο πατέρας μου, δεν έχεις σκοπό να γυρίσεις καμιά φορά στον τόπο σου; Μην νομίσεις πως μόνον τον εαυτό μου σκέφτομαι, αλλά είναι αλήθεια ότι πεθύμησα να σε δω. Νομίζω ότι λείπεις αρκετό καιρό πια, ένας Θεός ξέρει τι κάνεις εκεί πέρα, εγώ πάντως όχι, και δεν μου γράφεις αρκετά για να μπορώ έστω να μαντέψω. Αυτό που μαντεύω είναι ότι πολύ σύντομα θα το μετανιώσεις που έμεινες εκεί πέρα, ομφαλοσκοπώντας, και αφήνοντας τη ζωή να περνάει δίπλα σου. Δεν έχεις καμιά δουλειά εκεί. Είσαι Αμερικανός ως το κόκαλο, παρόλο που μπορεί να μην πολυθέλεις πια να το πιστεύεις αυτό. Κι ελπίζω να μην σε πειράξει αυτό που θα σου πω, αλλά έχεις αρχίσει, στο κάτω κάτω, να παραμεγαλώνεις για να κάνεις το φοιτητή, αν αυτό είναι που κάνεις. Κοντεύεις να τριανταρίσεις. Τα έχω κι εγώ τα χρονάκια μου, κι εσύ είσαι το παν για μένα. Θα ήθελα να σε δω.

Μου ζητάς συνέχεια να σου στείλω λεφτά και φαντάζομαι ότι νομίζεις πως είμαι στραβόξυλο στο θέμα αυτό. Ο σκοπός μου δεν είναι να σε αφήσω να πεθάνεις της πείνας, και το ξέρεις πως, αν πραγματικά χρειαστείς κάτι, θα είμαι ο πρώτος που θα σε βοηθήσει, αλλά ειλικρινά δεν πιστεύω ότι θα σου έκανα καλό αν σε άφηνα να ξοδέψεις αυτά τα λίγα λεφτουδάκια που έχεις εδώ κι ύστερα να γυρίσεις και να μην έχεις δεκάρα. Τι στο διάολο κάνεις; Δεν μπορείς να μπάσεις στο μυστικό και το γέρο σου; Μπορεί να σου φαίνεται απίστευτο, αλλά ήμουνα κάποτε κι εγώ νέος.

Κι έπειτα συνέχιζε γράφοντας για τη μητριά μου και πόσο ήθελε να με δει κι εκείνη, και για κάποιους φίλους μας και τι έκαναν. Ήτανε σαφές ότι η απουσία μου άρχιζε να τον τρομάζει. Δεν ήξερε τι σήμαινε. Αλλά ζούσε, προφανώς, μέσα σ' ένα λάκκο υποψιών που μέρα με τη μέρα γίνονταν όλο και πιο σκοτεινές, όλο και πιο αόριστες - δεν θα ήταν σε θέση να τις εκφράσει με λόγια, ακόμα κι αν είχε το κουράγιο να κάνει τέτοιο πράγμα. Το ερώτημα που τον έκαιγε δεν βρισκότανε στο γράμμα, ούτε και η σχετική προσφορά: Γυναίκα είναι στη μέση, ε, Ντέιβιντ; Φέρ' την εδώ. Δεν μ' ενδιαφέρει ποια είναι. Φέρ' την εδώ και θα σε βοηθήσω να τακτοποιηθείς. Δεν το διακινδύνευε να ρωτήσει τέτοιο πράγμα γιατί δεν θα την άντεχε μια αρνητική απάντηση. Μια αρνητική απάντηση θα αποκάλυπτε πόσο ξένοι είχαμε γίνει μεταξύ μας. Δίπλωσα το γράμμα και το έβαλα στην κωλότσεπη, κι έμεινα να κοιτάζω λίγη ώρα έξω, τη φαρδιά, ηλιόλουστη ξένη λεωφόρο.

Από την απέναντι πλευρά του βουλεβάρτου ερχόταν ένας ναύτης, ντυμένος στα ολόλευκα, που πήγαινε μ' εκείνο το αστείο κυματιστό βάδισμα που έχουν οι ναύτες και μ' εκείνη την αύρα, τη φουριόζα και ελπιδοφόρα, σαν να έπρεπε να καταφέρει να κάνει ένα σωρό πράγματα όσο γρηγορότερα γίνεται. Είχα καρφωμένο το βλέμμα επάνω του, παρόλο που δεν το καταλάβαινα, και ευχόμουνα να ήμουνα στη θέση του. Φαινότανε -κατά κάποιον τρόπο- πολύ πιο νέος απ' όσο είχα υπάρξει ποτέ εγώ, και πιο ξανθός και πιο ωραίος, και έφερε τον ανδρισμό του χωρίς κανένα περιθώριο αμφιβολίας, όπως έφερε και το δέρμα του. Μου θύμισε την πατρίδα μου – ίσως πατρίδα να μην είναι ένας τόπος, αλλά απλώς και μόνο μια αμετάκλητη κατάσταση. Ήξερα πώς έπινε, πώς ήτανε με τους φίλους του και πόσο τα έχανε μπροστά στον πόνο και τις γυναίκες. Αναρωτήθηκα αν ο πατέρας μου ήτανε ποτέ σαν κι αυτόν, αν ήμουνα εγώ ποτέ σαν κι αυτόν - αν κι ήτανε δύσκολο να φανταστείς γι' αυτό το αγόρι, που διέσχιζε τη λεωφόρο με ζωηρό βήμα σαν το ίδιο το φως, οποιοδήποτε προηγούμενο, οποιονδήποτε συσχετισμό. Βρεθήκαμε φάτσα με φάτσα και, σαν να είχε δει κάποιον τελείως αποκαλυπτικό πανικό στα μάτια μου, μου έριξε ένα πρόστυχο βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση, δείχνοντας ότι ξέρει. Το ίδιο ακριβώς βλέμμα που θα μπορούσε να είχε ρίξει, μόλις πριν από λίγες ώρες, στην απεγνωσμένα καλοντυμένη νυμφομανή ή στην τσούλα που προσπαθούσε να τον κάνει να πιστέψει πως ήτανε κυρία. Κι ένα δευτερόλεπτο μετά, αν είχε διαρκέσει τόσο η επαφή μας, ήμουνα βέβαιος ότι θα ξεπηδούσε σε λόγια, μέσα απ' όλο αυτό το φως και την ομορφιά, κάποια βάρβαρη παραλλαγή του Κοίτα, μωρό μου, σε κατάλαβα. Ένιωσα το πρόσωπό μου να φλογίζεται, ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται και να τρέμει καθώς βιάστηκα να τον προσπεράσω, προσπαθώντας να κοιτάζω ψυχρά πίσω από κείνον. Με είχε καταλάβει εξαπίνης, γιατί εγώ, με κάποιον τρόπο, δεν σκεφτόμουνα πραγματικά εκείνον, αλλά το γράμμα που είχα στην τσέπη μου, την 'Ελα και τον Τζοβάνι. Πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο του βουλεβάρτου, χωρίς να τολμήσω να κοιτάξω πίσω, και αναρωτιόμουνα τι άραγε να είχε δει επάνω μου που προκάλεσε μια τόσο ακαριαία περιφρόνηση. Είχα πια μια ηλικία που δεν μου επέτρεπε να υποθέσω ότι είχε κάποια σχέση με το βάδισμά μου ή με τον τρόπο που κινούσα τα χέρια μου ή με τη φωνή μου - την οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε ακούσει. Ήτανε κάτι άλλο, κι εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να το δω. Δεν θα τολμούσα ποτέ να το δω. Θα ήτανε σαν να κοίταζα τον γυμνό ήλιο. 'Ομως, προχωρώντας βιαστικά, και χωρίς να τολμάω να κοιτάξω κανέναν, ούτε άντρα ούτε γυναίκα, από αυτούς που με προσπερνούσαν πάνω στο φαρδύ πεζοδρόμιο, ήξερα ότι αυτό που είχε δει ο ναύτης μέσα στο αφύλαχτο βλέμμα μου ήτανε φθόνος και επιθυμία: ήταν κάτι που είχα δει συχνά στο βλέμμα του Ζακ, και η αντίδρασή μου ήταν ίδια με του ναύτη. Αλλά κι αν ακόμα ήμουν ικανός να νιώσω τρυφερότητα και την είχε δει στο βλέμμα μου, αυτό δεν θα βοηθούσε, γιατί η τρυφερότητα, για τα αγόρια που ήμουνα καταδικασμένος να κοιτάζω, ήταν απείρως πιο τρομακτική από τον πόθο.

Προχώρησα πιο κάτω απ' όσο σκόπευα, γιατί δεν τόλμησα να σταματήσω ενόσω ήτανε πιθανό να κοιτάζει ακόμη ο ναύτης. Κοντά στο ποτάμι, στην οδό Ντε Πιραμίντ, κάθισα στοτραπεζάκι ενός καφενείου και άνοιξα το γράμμα της Έλα.

Mon cher, άρχιζε, η Ισπανία είναι η πιο αγαπημένη μου χώρα, mais ca n'empêche que Paris est toujours ma ville préférée. Ανυπομονώ να ξαναβρεθώ μέσα σ' όλο αυτό το ανόητο πλήθος, που τρέχει να προλάβει το μετρό, που πηδάει από τα λεωφορεία εν κινήσει, που τραβιέται για να αποφύγει τα μηχανάκια, που παγιδεύεται στο χάος της κυκλοφορίας και θαυμάζει όλα εκείνα τα ασυνάρτητα αγάλματα μέσα σ' όλα εκείνα τα γελοία πάρκα. Κλαίω από νοσταλγία για τις υπόπτου ηθικής κυρίες της Πλας ντε λα Κονκόρντ. Η Ισπανία δεν είναι καθόλου έτσι. Ό,τι και να 'ναι η Ισπανία, σίγουρα επιπόλαιη δεν είναι. Ειλικρινά νομίζω πως θα έμενα στην Ισπανία για πάντα - αν δεν είχα δει ποτέ το Παρίσι. Η Ισπανία είναι πολύ όμορφη, γεμάτη πέτρες, ήλιο και μοναξιά. Αλλά με τον καιρό το βαριέσαι το ελαιόλαδο και το ψάρι, τις καστανιέτες και τα ντέφια - ή, πάντως, εγώ τα βαρέθηκα. Θέλω να γυρίσω στον τόπο μου, στο Παρίσι. Είναι περίεργο, πρώτη μου φορά νιώθω για ένα μέρος ότι είναι ο τόπος μου.

Τίποτα δεν μου συνέβη εδώ - φαντάζομαι πως αυτό σ' ευχαριστεί, ομολογώ ότι μάλλον κι εμένα μ' ευχαριστεί. Οι Ισπανοί είναι συμπαθητικοί, αλλά, βέβαια, οι περισσότεροι είναι τρομερά φτωχοί, κι εκείνοι που δεν είναι φτωχοί είναι ανυπόφοροι, δεν μ' αρέσουν οι τουρίστες, κυρίως άγγλοι και αμερικανοί αλκοολικοί, που τους πληρώνουν, αγαπητέ μου, οι οικογένειές τους για να κάθονται εδώ που κάθονται. (Πολύ θα ήθελα να έχω κι εγώ μια οικογένεια.) Βρίσκομαι στη Μαγιόρκα τώρα και θα ήταν ωραίο μέρος αν μπορούσε κανείς να πετάξει στη θάλασσα όλες τις συνταξιούχους χήρες και να απαγορεύσει την κατανάλωση ντράι μαρτίνι. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου τέτοιο πράγμα! Το τι χλαπακιάζουν αυτές οι γριές καρακάξες και πώς κάνουν τα γλυκά μάτια σε οτιδήποτε φοράει παντελόνια, ιδίως οτιδήποτε γύρω στα δεκαοκτώ - ε, είπα στον εαυτό μου, Έλα, κορίτσι μου, κοίτα καλά. Μπορεί να βλέπεις το μέλλον σου. Το πρόβλημα είναι ότι αγαπάω υπερβολικά τον εαυτό μου. Κι έτσι αποφάσισα να δοκιμάσω να την αναθέσω σε δύο, αυτή την υπόθεση της αγάπης του εαυτού μου, θέλω να πω, και να δω ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. (Νιώθω μια χαρά, τώρα που την πήρα την απόφαση, ελπίζω πως θα νιώσεις κι εσύ μια χαρά, αγαπητέ μου ιππότη, με την υπέροχη πανοπλία σου.)

Την πάτησα και θα αναγκαστώ να κάνω μιαν ανιαρή εξόρμηση στη Σεβίλλη με μια οικογένεια Εγγλέζων που γνώρισα στη Βαρκελώνη. Τη λατρεύουν την Ισπανία και θέλουν να με πάνε να δω ταυρομαχία - δεν έχω δει ούτε μία φορά, ξέρεις, όλον αυτό τον καιρό που τριγυρίζω εδώ πέρα. Είναι πραγματικά πολύ συμπαθητικοί, εκείνος είναι κάποιου είδους ποιητής που δουλεύει στο BBC κι εκείνη είναι η ικανή σύζυγός του που τον λατρεύει. Είναι, όντως, πολύ συμπαθητικοί. Έχουν κι έναν απερίγραπτο θεοπάλαβο γιο που φαντάζεται πως είναι τρελός για μένα, αλλά παραείναι Εγγλέζος και μου πέφτει πάρα πάρα πολύ μικρός. Φεύγω αύριο και θα λείψω δέκα μέρες. Ύστερα, εκείνοι στην Αγγλία κι εγώ... σ' εσένα!

Δίπλωσα το γράμμα, που τώρα συνειδητοποιούσα ότι το περίμενα εδώ και πολλές μέρες και νύχτες, και ήρθε το γκαρσόνι να με ρωτήσει τι ήθελα να πιω. Ο αρχικός μου σκοπός ήταν να παραγγείλω ένα απεριτίφ, αλλά τώρα, με μια τραγελαφική διάθεση να το γιορτάσω το πράγμα, παράγγειλα ουίσκι με σόδα. Και πίνοντας αυτό το ποτό, που δεν μου είχε φανεί ποτέ τόσο αμερικανικό όσο εκείνη τη στιγμή, κοίταζα σαν χαζός το παράλογο Παρίσι, που ήταν τώρα τόσο ανάστατο, κάτω από τον ζεματιστό ήλιο, όσο και το τοπίο της καρδιάς μου. Αναρωτιόμουνα τι έπρεπε να κάνω.

Δεν μπορώ να πω ότι ήμουνα τρομαγμένος. Ή μάλλον θα έπρεπε να πω ότι δεν ένιωθα κανένα φόβο - όπως, μου έχουν πει, δεν νιώθουν για λίγο κανέναν πόνο οι άνθρωποι που τους πυροβολούν. 'Ενιωθα μια κάποια ανακούφιση. Ήτανε σαν να μην υπήρχε πια καμιά ανάγκη να πάρω εγώ μιαν απόφαση. Είπα στον εαυτό μου πως το ξέραμε κι οι δυο μας από την αρχή, κι ο Τζοβάνι κι εγώ, ότι το ειδύλλιό μας δεν μπορούσενα διαρκέσει για πάντα. Κι όχι πως δεν ήμουνα ειλικρινής μαζί του - τα ήξερε όλα για την Έλα. Ήξερε ότι μια μέρα η Έλα θα ξαναγύριζε στο Παρίσι. Και τώρα ξαναγύριζε, κι η ζωή μου με τον Τζοβάνι θα τέλειωνε. Θα ήτανε κάτι που μου συνέβη μια φορά στη ζωή μου - θα ήτανε κάτι που σε πολλούς άντρες είχε συμβεί μια φορά στη ζωή τους. Πλήρωσα το ποτό μου, σηκώθηκα και, διασχίζοντας το ποτάμι, κατευθύνθηκα προς το Μονπαρνάς.



Από το βιβλίο του Τζέημς Μπόλντουιν Το δωμάτιο του Τζοβάνι - εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005
μετάφραση: Τερέζα Βεκιαρέλλη

Ετικέτες

« Home | Next »
| Next »
| Next »
| Next »
| Next »
| Next »
| Next »
| Next »
| Next »
| Next »

» Δημοσίευση σχολίου