|
|
27 Ιαν 2009
Νόμιζαν πως τέλειωσε, μα θα τους εδειχνε αυτή. Ο γάμος δεν την είχε περιλάβει. Ε λοιπόν, θα 'βγαινε μόνη της στον κόσμο. Για πού, δεν ήξερε. Πάντως θα 'φευγε απ' την πόλη, την ίδια νύχτα κιόλας. Αφού δεν έφυγε όπως τα 'χε σχεδιάσει, ασφαλισμένη με τον αδερφό της και τη νύφη, θα 'φευγε όπως όπως. Έστω κι αν χρειαζόταν να κάνει έγκλημα. Για πρώτη φορά από την περασμένη νύχτα σκέφτηκε το φαντάρο - μόνο για μια στιγμή, γιατί ο νους της είχε γεμίσει βιαστικά σχέδια. Ένα τρένο περνούσε από την πόλη στις δύο' αυτό θα 'παιρνε. Το τρένο πήγαινε βόρεια, μάλλον στο Σικάγο ή τη Νέα Υόρκη. Αν πήγαινε στο Σικάγο, εκείνη θα συνέχιζε ως το Χόλυγουντ, και θα 'γραφε έργα ή θα γινόταν στάρλετ - ή, στη μεγάλη ανάγκη, θα 'παιζε έστω και σε κωμωδίες. Αν το τρένο πήγαινε στη Νέα Υόρκη, θα ντυνόταν αγορίστικα, θα 'δινε ψεύτικο όνομα και ψεύτικη διεύθυνση και θα γινόταν πεζοναύτης. Στο μεταξύ όμως, έπρεπε να περιμένει να κοιμηθεί ο πατέρας, γιατί ακόμα τον άκουγε να πηγαινόρχεται στην κουζίνα. Κάθισε στη μηχανή και του 'γραψε ένα γράμμα.
Αγαπητέ πατέρα,
Το γράμμα αυτό είναι αποxαιρετιστήριο, ώσπου να σου γράψω από άλλο μέρος. Σου το 'πα πώς θα φύγω από την πόλη, γιατί είναι αναπόφευκτο. Δε μπορώ να την αντέξω άλλο τέτοια κατάσταση, ως κι η ίδια μου η ζωή μού 'γινε βάρος. Παίρνω και το μπιστόλι, γιατί, ποιος ξέρει, ίσως να xρειαστεί, και θα σου στείλω πίσω τα λεφτά σου με πρώτη ευκαιρία. Πες της Βερονίκη να μην ανησυxεί. Όλα είναι μια ειρωνεία της μοίρας και αναπόφευκτα. Θα σου γράψω αργότερα. Σε παρακαλώ, μπαμπά, μην προσπαθήσεις να με πιάσεις. Ειλικρινά δική σου, Φράνσις Άνταμς Από το βιβλίο της Κάρσον ΜακΚάλλερς Πρόσκληση σε γάμο σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη - εκδ. γράμματα, 1981Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 2
24 Ιαν 2009
6The Love Letter6Ετικέτες ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ 3
21 Ιαν 2009
Κάποτε γράφουν γράμματα γιατί γνωρίζουν ότι αυτές θα είναι οι τελευταίες που αγαπήσαν τον ήχο μιας σελίδας καθώς ξεδιπλώνεται τον ήπιο τρόπο των χεριών που την αγγίζουν το ίδιο φως απ' το παράθυρο τη σύμβαση των τυπικών εκφράσεων την έλλειψη μιας μονολεκτικής απάντησης την πιθανότητα να ξαναδιαβαστούν σ' άγνωστο χρόνο την προοπτική τους να γεράσουν με τον παραλήπτη τη διαιώνιση της διαδρομής από τη μνήμη στην επιθυμία τη μοναξιά περίπλοκων υπογραφών τον κίνδυνο όσων αποσιωπήθηκαν την τρέλα που ενεδρεύει πίσω απ' το μελάνι. Ένα φλιτζάνι γάλα κουμπωμένο το παλτό κι ένα φιλί. Τα συνοδεύουν ως την πόρτα του ταχυδρομείου. -συλλογή: Οι τρυφερές-Από το βιβλίο Ρέα Γαλανάκη, Ποιήματα - εκδ. Καστανιώτη, 2008Ετικέτες ΠΟΙΗΜΑΤΑ 2
16 Ιαν 2009
6Writing a letter6Ετικέτες ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ 2
12 Ιαν 2009
[Τήνος], 17 Αυγούστου [1895] Γράφω χωρίς να είμαι βέβαιος αν θα εύρω μέσον να στείλω την επιστολήν μου. Ο κόσμος ηραιώθη πολύ, αλλά μένει ακόμη αρκετός ώστε να καθιστά δυσχερή την κυκλοφορίαν εις τας κεντρικάς οδούς. Και ο άνεμος σήμερον είναι σφοδρότερος. Πώς θα συνεχισθώσιν οι αγώνες; Μεταξύ των απλοϊκών ήρχισε να κυκλοφορή η ιδέα ότι η Μεγαλόχαρη, μη ανεχομένη να γίνωνται τοιαύτα πράγματα εις την νήσον της και μάλιστα κατά την εορτήν της, εκίνησε τον φοβερόν άνεμον. Άλλ' οι Τήνιοι, οίτινες γνωρίζουν κάλλιον τον τόπον και την Παναγίαν των, βεβαιούν ότι τοιούτος άνεμος πνέει σχεδόν πάντοτε εις την νήσον των. Η επιτροπή όμως και ο κ. Μπέλλος εννοούν να επιμείνουν και να μη υποχωρήσουν εις το βίαιον στοιχείον. Το δεύτερον μέρος των αγώνων θα τελεσθή μετά μεσημβρίαν εν πάση περιπτώσει. Κατερχόμενος προς την παραλίαν, δια των στενών οδών, ακούω δύο γνωστάς φωνάς αναφωνούσας - Τάσο! Τάσο! - Κύριε Μπρέλη! Καί βλέπω δύο εύθυμους φίλους εξ Αθηνών, οίτινες περιερχόμενοι τας οδούς, εζήτουν ούτω να εύρουν σπίτι το οποίον δεν εγνώριζον, το σπίτι εις το οποίον κατώκει ο φίλος Μπρέλης, οδοντοϊατρός. - Ξέρεις εσύ πού κάθεται ο Τάσος; -Όχι, γιατί; - Θέλει να φύγη για τη Σύρα κ' εμάθαμε ότι φεύγει το μεσημέρι βαπόρι• κ' επειδή δεν το ξέρει... Τους συνώδευσα και εξηκολουθήσαμεν αναζητούντες το κατάλυμα του κ. Μπρέλη, ευρίσκοντες αφορμήν να πιάνωμεν ομιλίαν με τας ευειδείς Τηνίας, αίτινες μας παρετήρουν από τας θύρας και τα παράθυρα διερχόμενους. Αφού δε διήλθομεν ούτω οδούς τινας, γελώντες, χωρίς να εύρωμεν τον ζητούμενον, ετράπημεν προς την παραλίαν, των φίλων μου αρχισάντων ζωηράν φιλονικίαν περί του πνέοντος ανέμου, του μεν υποστηρίζοντος ότι έπνεε πονέντες, του δε ότι ήτο τραμουντάνα. Και εστοιχημάτιζον, και ηρώτων τους συναντωμένους ναυτικούς, οίτινες, επειδή ήσαν όλοι μεθυσμένοι, είχαν και αυτοί έκαστος ιδίαν γνώμην. Η ευθυμία των φίλων μου ήτο η νευρική εκείνη ευθυμία η ερχόμενη μετ' αγρυπνίαν. Και πράγματι, ως μου είπον, δεν είχον κοιμηθή την παρελθούσαν νύκτα, ο μεν εις διότι ερρουχάλιζεν η σπιτονοικοκυρά του, ο δε άλλος, διότι μεταβάς την νύκτα εύρε τους συνοίκους του ηυξημένους από τρεις εις επτά. [....] Μετά μεσημβρίαν εγένετο απόπειρα λεμβοδρομιών εις ην θα ελάμβαναν μέρος οι ναύται της μοίρας και οι ερέται Σύρου, εκάτεροι διαιρούμενοι εις δύο πληρώματα. Άλλ' η θάλασσα ήτο τόσον εξηγριωμένη, ώστε η απόπειρα εματαιώθη. Απεφασίσθη τότε να γίνωσιν αγώνες μόνον εις το Στάδιον• άλλ' ο άνεμος ήτο ανυπόφορος και εντός αυτής της πόλεως. Πολλοί πίλοι αναρπαγέντες έπεσαν εις την θάλασσαν. Διό ολίγοι απετόλμησαν να μεταβώσιν εις το παντί ανέμω αναπεπτάμενον Στάδιον και όσοι μετέβησαν το μετενόησαν. Δεν περιγράφεται το θέαμα το οποίον, παρουσίαζον θεαταί και αγωνισταί, εντός των νεφών του κονιορτού ο οποίος ερράπιζε τα πρόσωπα και ετύφλωνε τους οφθαλμούς. Και αρκούμενος εις το χώμα, ο απαύστως σφοδρυνόμενος άνεμος ήρχισε να παρασύρη τας ξηράς μύρτους, έπειτα δε και αυτούς τους κοντούς' και εις μεν εκ τούτων κατέπεσεν επί των καθισμάτων επενεγκών ουχί ευχάριστον ξαφνίδιασμα, έτερος επί τινων πτωχών ανθρώπων θεωμένων τα τελούμενα όπισθεν του ξηροτοίχου. Ευτυχώς ουδείς έπαθε τίποτε. Ενός δε αγωνιστού, κρατούντος εις χείρας το ιμάτιόν του, ανήρπασε το χρηματοφυλάκιόν του μία αιφνίδια πνοή και εσκόρπισε και παρέσυρε το περιεχόμενον, προ πάντων επισκεπτήρια τα οποία επέταξαν ως λευκά πτηνά. -Μωρ' αυτός ο αέρας είναι και λωποδύτης! ανεφώνησεν ο αθλητής κυνηγών το χρηματοφυλάκιον και τα χρήματά του. Ο υπουργός των Ναυτικών και πάλιν παρίσταται εν μέσω αγωνοδίκου επιτροπής, συμμεριζόμενος τα βάσανα θεατών και αγωνιστών. Η μουσική των θωρηκτών παίζει εις την άκραν του Σταδίου, άλλ' οι ήχοι σχίζονται, συντρίβονται και σκορπίζονται υπό της ανεμοζάλης. Οι φιλότιμοι αγωνισταί, μ' όλην την αθλιότητα του καιρού, εξετέλεσαν καλώς τα αγωνίσματά των. Κατ' αρχάς εξετελέσθη άλμα επί κοντώ, ηρίστευσε δε εις αυτό ο κ. Γιαννούλης Ξυδάς. Εις το δίζυγον εξετέλεσαν πολλοί ωραίας ασκήσεις. Διεκρίθησαν δε οι κ. κ. Ι. Μητρόπουλος, Σκαλτσογιάννης, Κονταξόπουλος ανήκων εις τον σύλλογον «Ορφέα» της Σμύρνης και Κόκκινος. Εις την δισκοβολίαν ηρίστευσαν οι κ. κ. Γούσκος, Τσικλητήρας και Ηλιακάκης. Εις το μονόζυγον εξετέλεσαν ωραιότατα και παράτολμα αγωνίσματα, κατορθώσαντες να μένωσιν άκαμπτοι και εν μέσω της λυσσώδους θυέλλης. Ηρίστευσαν δε οι κ.κ. Κωνσταντίνος Μητρόπουλος, Αθηναίος και Τσικλητήρας της «Γυμναστικής Εταιρίας» Πατρών. Εις την αναρρίχησιν επί κάλω, έπειτα ηρίστευσαν οι κ.κ. Περσάκης και Καλαμάρης, εξ ων ο τελευταίος κατήλθε διά του ιστού με την κεφαλήν προς τα κάτω και κρατούμενος μόνον διά των ποδών. Εις την σφαιροβολίαν ηρίστευσαν οι κ.κ. Γούσκος και Νικολόπουλος. Εις τους κρίκους οι κ.κ. Περσάκης, οι αδελφοί Ι. και Κ. Μητρόπουλος και Κόκκινος. Εις το τραπέζιον οι κ.κ. Κ. Μητρόπουλος, Σκαλτσογιάννης και Γουλέμης. Άλλ' εν τω μεταξύ είχον απέλθει πάντες σχεδόν οι θεαταί• εκ των κυριών μάλιστα παρέμεινε μόνον η εκ Σμύρνης δεσποινίς Ελένη Μουράτη, αδελφή του αριστεύσαντος χθες κ. Μουράτη. Διό ο κ. Μπέλλος μειδιών της είπεν ότι ήξιζε να λάβη βραβείον αντοχής• το βέβαιον δε είναι ότι και αριστείον επί κάλλει ηδύνατο να διαμφισβητήση. Επιστρέφομεν, ομοιάζοντες μάλλον με χωματένια αγγεία παρά με ανθρώπους. Και από το επανωπόρτι μιας θύρας, παρά την μεγάλην οδόν μας παρατηρούν, ανοίγουσαι έκπληκτους οφθαλμούς, δύο ωραίαι νεανίδων κεφαλαί, όμοιαι, ως δίδυμοι, εν γραφικωτάτω συμπλέγματι το οποίον ουδέποτε θα λησμονήσω, της κόμης αυτών χαριέντως αναπαλλομένης επί του μετώπου υπό του ανέμου. - Δεν πιστεύω να έχετε δώσει καθ' όλον σας το ιατρικόν στάδιον τόσα σκονάκια όσα εκατάπιετε σήμερον διά μιας, είπε τις προς ένα των επανερχομένων εκ του Σταδίου ιατρών. Την εσπέραν, προκειμένου ν' αναχωρήση ο κ. υπουργός εγένετο λαμπαδηφορία διά φανών ενετικών προ της οικίας του κ. Χατζηϊωάννου εις ην κατέλυεν. Και μεταξύ των λαμπαδηφορούντων βλέπω την δεσποινίδα Ροκά• και οι προ των καφενείων καθήμενοι χειροκροτούσιν, ενώ εγώ, ουκ οίδα πώς, αναμένω να ίδω εμφανιζόμενον και τον ρήτορα των προπυλαίων κ. Μιστριώτην. Ο κ. Σεϊζάνης, ο ενθουσιώδης και ευγενής εκ Σμύρνης συνάδελφος, ωμίλησε ειπών ωραίους και συνετούς λόγους• έπειτα δε διά μακρών ωμίλησε και ο κ. υπουργός, προτρέψας την νεολαίαν εις την εκ παραλλήλου άσκησιν σώματος και πνεύματος. Και μετά μίαν ώραν η «Μυκάλη» απέπλεε φέρουσα τον κ. υπουργό των Ναυτικών. Από το βιβλίο του Βασιλείου Φρ. Τωμαδάκη Ο Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης στην νήσο Τήνο εκδ. Ερίννη, 2000Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 2
8 Ιαν 2009
10 Ιουλίου 1933 Αποφασίζω σήμερα να τελειώσω το γράμμα που άρχισα χτες. Αγαπητό μου κορίτσι, δεν ξέρω αν σου μίλησα για το ταξίδι που σκοπεύω να κάνω στην Κόρινθο. Συλλογίζομαι πως ίσως κάποτε η Κόρινθος να ήταν κοπέλα και να έμοιαζε καταπληκτικά με κάποια Μαριάνθη. Έτσι πρέπει να είναι. Εγώ για να τελειώσω το γράμμα θα πρέπει να περιμένω τη Μαριάνθη και συ να ταξιδεύψεις πρώτα στην Κόρινθο. Τώρα, αν νομίζεις πως υπάρχει κάποιο μπέρδεμα στα πράγματα και στα πρόσωπα, δεν έχει και μεγάλη σημασία. Πάντως εγώ ούτε στην Κόρινθο πάω, ούτε τη Μαριάνθη περιμένω, ούτε και στέλνω το γράμμα που άρχισα στην ώρα του. Μα θα μου πεις τότε γιατί το γράφω, αφού όλα σ' αυτό τον κόσμο έχουν ένα σκοπό. Γι αυτό λοιπόν, ούτε λέξη παραπάνω.
Όταν κάποτε ο Δημήτριος ταχυδρόμησε επιτέλους το γράμμα του, άρχισε την ίδια στιγμή κιόλας να μετανιώνει για το φέρσιμό του. Ήταν εντελώς σίγουρος ότι ύστερα απ' αυτό θα την έχανε οριστικά. Η απάντηση όμως της Ελένης υπήρξε ακαριαία: Είσαι βλάκας. Σε περιμένω το συντομότερο. Οδός Βαλελμίνας.......... Από το βιβλίο του Γιάννη Πάνου ...από το στόμα της παλιάς Remington... - εκδ. Τρίλοφος, 1981Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 1
3 Ιαν 2009
Τα γράμματά σου τα' χω, Αγάπη πρώτη σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου. Τα γράμματά σου πνέουνέ σου τη νιότη κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου. Τα γράμματά σου, πόσα μου μιλούνε με τις στραβές γραμμές και τα λαθάκια! Τρέμουν, γελάνε, κλαίνε, ανιστορούνε παιχνίδισμα τη ζούλια και την κάκια... Το μύρο στους φακέλους που είχες ραντίσει του Καιρού δεν το σβήσανε τα χνότα. Παρόμοια ας ήταν να μην είχε σβήσει η απονιά σου τα ονείρατα τα πρώτα! Τα γράμματά σου πάνε, Αγάπη μόνη βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου. Τα γράμματά σου τάφοι' δεν τελειώνει απάνω τους η λέξη του θανάτου. Τα γράμματά σου με την Σαβίνα Γιαννάτου. (cd: καρυωτάκης, 13 τραγούδια της Λένας Πλάτωνος) Ετικέτες ΠΟΙΗΜΑΤΑ 2
|
|