Γεράσιμος Δενδρινός: Χαιρετίσματα από το Νότο
«...Μάλλιασε η γλώσσα μου να λέω πως πρέπει να γκρεμιστεί ο μεσότοιχος της κρεβατοκάμαρας και να γίνουν τα δύο δωμάτια ένα», απάντησε αυτή.
«Εμείς πότε θα γίνουμε ένα;» ρώτησε ο πατέρας κι έσκυψε να τη φιλήσει στο λαιμό.
«Εεεε!», τον αποπήρε αυτή, χωρίς να μπορέσει ν' αποφύγει το σφιχταγκάλιασμά του.
Όλα μπροστά μου είχαν θολώσει - αδύνατο στη θέση της μητέρας να βάλω αυτήν την κασκαρίκα.
«Μπαμπά, τώρα το θυμήθηκα! Το γράμμα για σένα σε μου το 'δωσε ο ταχυδρόμος, η Πάτρα μου το 'δωσε!», είπα δυνατά.
«Ποια είναι αυτή η Πάτρααα;», ρώτησε η Ρόζα και κάρφωσε το βλέμμα της στον πατέρα.
«Η μοδίστρα μωρέ... Της χρωστάει λεφτά για τα φορέματα η Βαγγελία...», δικαιολογήθηκε αυτός.
Του έδωσα το γράμμα. «Θα το δω σπίτι», μου είπε αδιάφορα, «... δεν μπορεί να περιμένει μέχρι το Σάββατο η βλαμμένη;» μα η Ρόζα το βούτηξε μ' επιδέξια χειρονομία και το άνοιξε. Διάβασαν μαζί τη σελίδα. Η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει απ'την αγωνία.
«Τέρατα και σημεία! Καλέ αυτή εδώ πέρα είναι τσιμπημένη για τα καλά! Για ποια λεφτά μου λες εσύ;»
Η Ρόζα είχε ανάψει και κοίταζε τώρα τον πατέρα με βλέμμα κακίας, ενώ αυτός κοιτούσε αλλού αδιάφορα.
«Είναι μια ηλίθια μωρέ που νομίζει πως μ' ένα γράμμα θα μ' έριχνε! Τις ξέρεις τις γεροντοκόρες...»
«Μα εδώ υπάρχει και φωτογραφία!... Κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα! Αυτή είναι πωλήτρια καλέ, τι μοδίστρα!»
Άφησε το γράμμα πάνω στο τραπέζι και θρονιάστηκε σε μια καρέκλα, σαν να ήθελε να το μελετήσει καλύτερα.
«Έχει και το θράσος να γράφει πως παρατάω τους άνδρες... και για το ποιόν μου! Πού με ξέρει εμένα αυτή;»
«Mη γίνεσαι ηλίθια! Αφού ξέρεις καλά ποιος της τα ξεφούρνισε!...»
«Πότε συναντήθηκες μαζί της; Πες μου πότε;»
«Πού γράφει αυτές τις ψευτιές βρε Ροζάκι, για δείξε μου!»
«Όρσε! Ξεστραβώσου!», του είπε και του πάσαρε το γράμμα στο πρόσωπο, πριν σηκώσει δειλά το χέρι του για να το πάρει. «Εμ βέβαια!, αυτά που δεν μας συμφέρουνε δεν τα διαβάσαμε!»
«Ρε συ, αυτή 'ναι παραμυθατζού! Πότε συναντηθήκαμε και δεν το ξέρω; Με δυο φορές που με τράκαρε σπίτι;»
«Και σ' ερωτεύτηκε αμέσως! Οι γεροντοκόρες δεν είναι μικρά κοριτσόπουλα να πέσουν αμέσως, χρειάζονται από πριν δουλειά, αν θες να ξέρεις!»
«Μα γιατί φέρεσαι έτσι;» ρώτησε ο πατέρας με μαζεμένο ύφος παιδιού, «πας ν' αποδείξεις πως είμαι ντε και καλά σκάρτος από ένα γράμμα;»
«H καρδιά μου μ' έπιασε!...», του απάντησε πιάνοντας το στήθος της. «Από το γράμμα της βγαίνει πως αυτή καλέ υποφέρει... που πάει να πει, πως κάτι της υποσχέθηκες!»
«Μα κορίτσι μου, είναι παλάβω η γυναίκα, το κατάλαβες; Με παραμύθια ζει, πώς θα περάσει την ώρα της; Είπε λοιπόν με το νου της, καλός είν' αυτός, κι αφού τώρα πια έχω μείνει στα αζήτητα, ευκαιρία να γαντζωθώ.»
«Η χρονιά μπήκε γρουσούζικη, αυτό μόνο σου λέω! Καλύτερα να μείνω μόνη μου στο εξής!», φώναξε μισοκλαίγοντας η Ρόζα, και μαζεύτηκε αδέξια πάνω στην καρέκλα της ώστε κόντεψε να πέσει.
«Βρε μούλικο, παλιομαγαρισμένο πλάσμα, άμα πάμε σπίτι, θα σου γίνει η κηδεία!», με απείλησε γεμάτος τσαντίλα ο πατέρας, «είδες τι έκανες;»
«Αυτός δεν έκανε τίποτε, εσύ τα 'κανες όλα!», τον διέκοψε αυτή.
Μάταια ο πατέρας προσπαθούσε να την συνεφέρει.
Κοιτούσα χάμω. Η γιαγιά, σκέφτηκα, αν τα μάθαινε, θα χαιρόταν. Ήθελα να βρισκόμουν στο δρόμο έξω και να της τηλεφωνούσα. Όμως, καθώς η ιστορία με το γράμμα είχε παρατραβήξει, είδα πως το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να βγω στην αυλή.
Από το βιβλίο του Γεράσιμου Δενδρινού Χαιρετίσματα από το νότο
Εκδόσεις: Οδυσσέας, 1994
(πρωτότυπη φωτογραφία: serrelib.gr)
Περισσότερα:
- ο Γεράσιμος Δενδρινός στα λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο και
- στην Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών.
«Εμείς πότε θα γίνουμε ένα;» ρώτησε ο πατέρας κι έσκυψε να τη φιλήσει στο λαιμό.
«Εεεε!», τον αποπήρε αυτή, χωρίς να μπορέσει ν' αποφύγει το σφιχταγκάλιασμά του.
Όλα μπροστά μου είχαν θολώσει - αδύνατο στη θέση της μητέρας να βάλω αυτήν την κασκαρίκα.
«Μπαμπά, τώρα το θυμήθηκα! Το γράμμα για σένα σε μου το 'δωσε ο ταχυδρόμος, η Πάτρα μου το 'δωσε!», είπα δυνατά.
«Ποια είναι αυτή η Πάτρααα;», ρώτησε η Ρόζα και κάρφωσε το βλέμμα της στον πατέρα.
«Η μοδίστρα μωρέ... Της χρωστάει λεφτά για τα φορέματα η Βαγγελία...», δικαιολογήθηκε αυτός.
Του έδωσα το γράμμα. «Θα το δω σπίτι», μου είπε αδιάφορα, «... δεν μπορεί να περιμένει μέχρι το Σάββατο η βλαμμένη;» μα η Ρόζα το βούτηξε μ' επιδέξια χειρονομία και το άνοιξε. Διάβασαν μαζί τη σελίδα. Η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει απ'την αγωνία.
«Τέρατα και σημεία! Καλέ αυτή εδώ πέρα είναι τσιμπημένη για τα καλά! Για ποια λεφτά μου λες εσύ;»
Η Ρόζα είχε ανάψει και κοίταζε τώρα τον πατέρα με βλέμμα κακίας, ενώ αυτός κοιτούσε αλλού αδιάφορα.
«Είναι μια ηλίθια μωρέ που νομίζει πως μ' ένα γράμμα θα μ' έριχνε! Τις ξέρεις τις γεροντοκόρες...»
«Μα εδώ υπάρχει και φωτογραφία!... Κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα! Αυτή είναι πωλήτρια καλέ, τι μοδίστρα!»
Άφησε το γράμμα πάνω στο τραπέζι και θρονιάστηκε σε μια καρέκλα, σαν να ήθελε να το μελετήσει καλύτερα.
«Έχει και το θράσος να γράφει πως παρατάω τους άνδρες... και για το ποιόν μου! Πού με ξέρει εμένα αυτή;»
«Mη γίνεσαι ηλίθια! Αφού ξέρεις καλά ποιος της τα ξεφούρνισε!...»
«Πότε συναντήθηκες μαζί της; Πες μου πότε;»
«Πού γράφει αυτές τις ψευτιές βρε Ροζάκι, για δείξε μου!»
«Όρσε! Ξεστραβώσου!», του είπε και του πάσαρε το γράμμα στο πρόσωπο, πριν σηκώσει δειλά το χέρι του για να το πάρει. «Εμ βέβαια!, αυτά που δεν μας συμφέρουνε δεν τα διαβάσαμε!»
«Ρε συ, αυτή 'ναι παραμυθατζού! Πότε συναντηθήκαμε και δεν το ξέρω; Με δυο φορές που με τράκαρε σπίτι;»
«Και σ' ερωτεύτηκε αμέσως! Οι γεροντοκόρες δεν είναι μικρά κοριτσόπουλα να πέσουν αμέσως, χρειάζονται από πριν δουλειά, αν θες να ξέρεις!»
«Μα γιατί φέρεσαι έτσι;» ρώτησε ο πατέρας με μαζεμένο ύφος παιδιού, «πας ν' αποδείξεις πως είμαι ντε και καλά σκάρτος από ένα γράμμα;»
«H καρδιά μου μ' έπιασε!...», του απάντησε πιάνοντας το στήθος της. «Από το γράμμα της βγαίνει πως αυτή καλέ υποφέρει... που πάει να πει, πως κάτι της υποσχέθηκες!»
«Μα κορίτσι μου, είναι παλάβω η γυναίκα, το κατάλαβες; Με παραμύθια ζει, πώς θα περάσει την ώρα της; Είπε λοιπόν με το νου της, καλός είν' αυτός, κι αφού τώρα πια έχω μείνει στα αζήτητα, ευκαιρία να γαντζωθώ.»
«Η χρονιά μπήκε γρουσούζικη, αυτό μόνο σου λέω! Καλύτερα να μείνω μόνη μου στο εξής!», φώναξε μισοκλαίγοντας η Ρόζα, και μαζεύτηκε αδέξια πάνω στην καρέκλα της ώστε κόντεψε να πέσει.
«Βρε μούλικο, παλιομαγαρισμένο πλάσμα, άμα πάμε σπίτι, θα σου γίνει η κηδεία!», με απείλησε γεμάτος τσαντίλα ο πατέρας, «είδες τι έκανες;»
«Αυτός δεν έκανε τίποτε, εσύ τα 'κανες όλα!», τον διέκοψε αυτή.
Μάταια ο πατέρας προσπαθούσε να την συνεφέρει.
Κοιτούσα χάμω. Η γιαγιά, σκέφτηκα, αν τα μάθαινε, θα χαιρόταν. Ήθελα να βρισκόμουν στο δρόμο έξω και να της τηλεφωνούσα. Όμως, καθώς η ιστορία με το γράμμα είχε παρατραβήξει, είδα πως το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να βγω στην αυλή.
Από το βιβλίο του Γεράσιμου Δενδρινού Χαιρετίσματα από το νότο
Εκδόσεις: Οδυσσέας, 1994
(πρωτότυπη φωτογραφία: serrelib.gr)
Περισσότερα:
- ο Γεράσιμος Δενδρινός στα λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο και
- στην Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών.
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 3