Μάρω Δούκα: Η αρχαία σκουριά
Λίγες μέρες πριν απ' το γάμο της Ελβίρας μού είχε στείλει κι ένα γράμμα πολυσέλιδο, επειδή ήθελε να μου επιβάλει και γραπτώς το χωρισμό μας. Με ρωτούσε μελοδραματικά αν μπορώ να τον ακούσω. Μπορείς να μ' ακούσεις; Γιατί είναι σίγουρος ότι ποτέ μου δεν άκουσα τη φωνή άλλου ανθρώπου. Ποτέ δεν έστησα τ' αφτί μου στην καρδιά του άλλου. Με πρόσεχε καθώς αποτύπωνα σαν το φωνογράφο, ψυχρά, μηχανικά, και σώριαζα μέσα μου του καθενός την αγωνία — ποτέ δεν αγωνιούσα, μόνο κατάγραφα κι υπόκλεπτα την αγωνία τους κι εξηγούσα τον κόσμο εγκεφαλικά και χαιρόμουν να μιλώ με τις ξένες φωνές για τους πόνους των άλλων. Απ' τον καιρό που μ' αγαπούσε πίσω απ' τη σίτα της φυλακής, σαν να τον είχα καθηλώσει σ' έναν παγερό διάδρομο, περίμενε την αποφυλάκισή του εγκαταλειμμένος, ούτε μια στιγμή δε μ'εμπιστεύτηκε. Γι' αυτό μου μιλούσε πολύ αφότου αποφυλακίστηκε, μου 'λεγε για όλα τα σημαντικά και τ' ασήμαντα και με κρυφοκοίταζε περιμένοντας. Τι περίμενε; Περίμενε, λέει, τη στιγμή που θ' αφηνόμουν πλάι του. Όμως, αντί αυτού, εγώ προσχεδίαζα και σκηνοθετούσα σατανικά το χωρισμό μας. Εγώ τον έσπρωξα στην Ξένια. Τι ήταν αυτός για μένα; Ένα φαινόμενο ξένο στην αιώνια αναισθησία μου. Τον άκουα αδιάφορη σαν ν' άκουα Οδύσσεια. Όχι ότι δεν τον πρόσεχα όταν μιλούσε. Ίσα ίσα, ήταν τόσο λαμπερά τα μάτια μου, λες κι απολάμβανα τα βάσανα του και με τόση συγκίνηση που τον εξουθένωνα. Πολλές φορές ένιωθε την ανάγκη να με μπλαβίσει στο ξύλο, μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί πως ήμουν γυναίκα απαλή και στρογγυλή στο πλευρό του.
Διάβαζα το γράμμα του και σκεφτόμουν ότι θα 'γινα κίτρο απ' τη χλωμάδα. Αλλ' αυτός πολύ αμφέβαλλε ότι μπορεί να με ταράξει και γι' αυτό κάθε τόσο, σε κάθε δέκα τόσες αράδες, επαναλάβαινε ότι με βλέπει, λέει, σαν τον ακανθόχοιρο που θα 'χω μουδιάσει τυλιγμένη στ' αγκάθια μου, καλά προφυλαγμένη. Μα πού θα πάει; Αργά ή γρήγορα θα 'ρθώ αντιμέτωπη με τον εαυτό μου. Και τότε καμιά αυτοανάλυση, καμιά ψευτοαλήθεια δε θα με σώσει. Είχε συναντήσει, συνέχιζε, τον Παύλο και μιλούσαν για μένα. Τελευταία συναντούσα κι εγώ τον Παύλο, τα λέγαμε αδιάφοροι κι οι δυο, ας πούμε φιλικά. Λεπτός, χλωμός κι όμορφος σαν εραστής. Απ' τις πρώτες στελεχάρες κι αυτός και στο ίδιο κόμμα με τον Γιώργο. Μια φορά που τον είδα έξω απ' το Πολυτεχνείο, σαν να 'βλεπα στο πρόσωπο των κορασίδων που τον περιτριγύριζαν τον εαυτό μου, πριν χρόνια, τότε που μ' έσερναν ο Παύλος πρώτα κι έπειτα ο Φώντας, μ' έσερναν ντάμα όπου τους καλούσαν τ' αγωνιστικά τους αυτά. Και τα συγκλόνιζε τα κοριτσάκια με τη σοφία του και τις ιδεολογικές του ρυτίδες.
Μιλούσε λοιπόν ο Παύλος με τον Γιώργο για μένα. Είχε καθίσει και του εξιστόρησε τον καιρό που ήμαστε μαζί. Τότε με τα κυνηγητά εδώ κι εκεί, την αγωνία μήπως τον πιάσουν, τα κατάφερε και με ξεφορτώθηκε. Κι όταν του έλεγε η μάνα του για τις επισκέψεις μου στο σπίτι τους, της είχε δώσει εντολή να με κρατήσει σ' απόσταση, να μη συγκινηθεί απ' τη φαινομενική μου γλυκύτητα και μου αποκαλύψει το κρησφύγετό του. Επειδή ο Παύλος με φοβόταν. Τον κοίταζα, λέει, με γυάλινα μάτια, δεν απόσωνα το χάδι μου και το ξανάπαιρνα πίσω, ποτέ δε μ' άκουσε ν' αναστενάξω. Διαρκώς μ' έxανε στον έρωτα κι ολοένα τον παράσυρα στο κενό, σαν να του γέμιζα το στόμα στάχτη.
Ο Γιώργος μού τα επανάλαβε αυτά τα καραγατσικά και με ποικίλες ξούρες ότι σαν να γλίτωσε επιτέλους κι αυτός από σαράκι. Με ρωτούσε επιπλέον αν θυμάμαι εκείνο το πρωί στην Κηφισιά που με θερμοπαρακαλούσε να μη χωρίσουμε. Ένα νεύμα μου θα 'ταν αρκετό. Μα εγώ; Τον κοίταζα με σβησμένα μάτια, καταχθόνιο θύμα. Αδιάφορη και πονεμένη σαν να μ' είxε διαψεύσει και σαν να 'μουν ο θεός που τον καταδίκαζα.
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα αυτό το γράμμα, μου ήταν δύσκολο να καταλάβω τι άλλο ήθελε από μένα. Πόσο πολύ ακόμη έπρεπε να με πληγώσει. Μα δεν είχα πια κανέναν απ' τους παλιούς ανάγκη. Κάθε μέρα και περισσότερο σιγουρευόμουν ότι θα περπατήσω χωρίς τα δεκανίκια που ο καθένας μού δάνειζε για δική του αποθέωση.
Από το βιβλίο της Μάρως Δούκα Η αρχαία σκουριά
εκδ. Κέδρος, 1981
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 2, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ p.