Δανιήλ Βαρουζάν: Γράμμα νόστου
Ξενιτεμένε γιόκα μου - μου γράφει η μάνα η έρμη,
ως πότε τάχα οι μέρες σου στα ξένα θα κυλούν;
Ως πότε το κεφάλι σου, στου κόρφου μου τη θέρμη,
τα χέρια μου να σφίξουν θα ποθούν;
Φτάνει πια ν' ανεβαίνουνε σε ξένη, φως μου, σκάλα,
τα πόδια σου που οι χούφτες μου ζέσταναν μια φορά,
φτάνει η καρδιά σου, όπου άδειασα του στήθους μου το γάλα,
να μου πικρομαραίνεται μακρυά.
Στ' αδράχτι πια κουράστηκαν τα χέρια τα τραχειά μου,
κι' είναι ως να υφαίνω σάβανο στα ολάσπρα μου μαλλιά,
Αχ! Ας σε δουν τα μάτια μου, σαν άλλοτε σιμά μου
κι' ας σφαλιστούν, κι' ας μην ανοίξουν πια.
Έρμη στην πόρτα κάθουμαι και καρδιολυπημένη'
κι' απ' τους περάτες γερανούς μαντάτα σου ζητώ.
Η ιτιά που με το χέρι σου παιδί είχες φυτεμένη
μου κάνει κιόλας ίσκιο ζηλευτό.
Μάταια η φτωχή τ' άπόβραδα να μου 'ρθεις περιμένω'
τα παληκάρια προσπερνούν και φεύγουν του χωριού,
κι' ο βοϊδολάτης κι ο ζευγάς διαβαίνουν κι' εγώ μένω,
μονάχη συντροφιά του φεγγαριού.
Στο ρημαγμένο σπίτι μας που πια μ' έχετε αφήσει,
πότε με σέρνει ο τάφος μου, και πότε αυτό τρελλά'
- χελώνα που το καύκαλο τής έχουν λες τσακίσει,
μ' απάνω αυτή τα σπλάχνα της κολλά.
Έλα, ακριβέ μου, σκόρπισε χαρά στο πατρικό σου,
κι' η πόρτα μας ρημάχτηκε, τ' αμπάρια είν' αδειανά.
Μα είν' άνοιξη! κι' άπ' το μικρό σκεβρό παράθυρό σου
τα σπουργιτάκια μπαίνουνε ξανά.
Απ' το κοπάδι πού 'χαμε παλιά, μόνο ένα κριάρι
στη στάνη μας απόμεινε, παιδάκι μου, γερό'
που όμως, θυμήσου, η μάνα του, κάποιον καιρό, κριθάρι
απ' την παλάμη σου έφαγε, θαρρώ.
Τριφύλλι και ριζόφλουδες ολοένα το ταΐζω'
και στην ουρά την πλούσια του δίνω τροφή μ' αυτό,
και το μαλλί του μ' ακριβό ένα χτένι το χτενίζω,
τόσο το δόλιο μού είν' αγαπητό.
Σ το γυρισμό σου, γυιόκα μου, θα το ροδοστολίσω,
και στην ολάνθη νειότη σου θα το θυσιάσω πια,
κι' από το αίμα του τα πόδια σου θα γλυκοπεριχύσω (*)
να ξαποστάσεις απ' την ξενητειά.
Daniel Varujan (Taniel Varuzhan)
Μετάφραση: Κούλης Αλέπης
Από την Παγκόσμιο Ανθολογία - τόμος β'
Εκδ. Γεωργίου Παπαδημητρίου, 1953
(*) Παλιό αρμένικο έθιμο θέλει να βρέχουν με αίμα κριαριού τα πόδια
εκείνων που γυρίζουν από την ξενητειά, για να ριζώσουνε στην πατρίδα.
Ετικέτες ΠΟΙΗΜΑΤΑ 4