Αννίτα Π. Παναρέτου: "Η παρηγορία των επιστολών σου..."
Ζάκυνθος, 4 Ιουνίου 1824
Φιλτάτη μου Ευανθία,
Ευτυχής έκπληξις η γραφή σου, οπού έφθασε ολίγας μόλις ημέρας μετά την συγγραφήν της.
Τον θάνατον εις Μεσολόγγιον του Λορδ Μπάυρον τον επληροφορήθημεν εις Ζάκυνθον με μεγάλην θλίψιν. Αγκαλά και δεν έχω τίποτες ιδικόν του διαβασμένον, φυλάττω όμως θέσιν δι' αυτόν εις την καρδίαν μου, διότι πολύ ηγάπησε την φιλτάτην Ελλάδα. Την ημέραν οπού μου έκαμες την γραφήν περί του θανάτου του, η Ζάκυνθος υπεδέχετο τον νεκρόν του και τρεις ημέραις αργότερον αγγλικόν πολεμικόν πλοίον με το όνομα «Φλωρίς» τον παρέλαβε δια να τον μεταφέρη εις την μακρινήν, ομιχλώδη πατρίδα του. Όλα τα πλοία οπού ευρίσκοντο εις τον λιμένα ύψωσαν σημαίαις νεκρώσιμαις, το «Φλωρίς» έρριψεν 37 κανονιοβολισμούς, ενόσω οι καμπάναις της πόλεως εσημαίνασι πενθίμως. Όπως είναι φυσικόν, οι εδώ Αγγλοι μεγάλως εστενοχωρήθησαν δια τον συμπατριώτην των. Αλλά και οι Ζακύνθιοι ανάλογον ησθάνθημεν συγκίνησιν. Εμάθαμεν διά το βαρύ πένθος της Ελλάδος και διά τον φωτισμένον επικήδειον λόγον οπού απηγγέλθη εις Μεσολόγγιον από τον κύριον Σπυρίδωνα Τρικούπην. Μεγάλην εντύπωσιν μου έκαμε τεμάχιον του λόγου, όθεν το απομνημόνευσα. Ο ρήτωρ, απευθυνόμενος εις τους Έλληνας συμπατριώτας του, είπε: «Ο ποιητής των καιρών μας, αγκαλά και στεφανωμένος αθανασίαν, εζήλευσε την δόξαν σας, και ήλθε προσωπικώς να ξεπλύνη μαζύ σας με το αίμα του τα μολυσμένα από την τυραννίαν χώματα μας».
Με σπαραγμόν εδιάβασα διά την ημέραν οπού απέρασες εις την εξοχήν. Ελευθέρα, με προσφιλή σου υποκείμενα. Δοσμένη εις τον χορόν και την αμεριμνησίαν, έστω και σύντομον. Προσδοκώσα και του αδελφού σου παρήγορον επιστολήν. Έδωσα αρχήν εις εν ατελείωτον κλάμα με το να εσκέφθηκα πόσον ήθελε ευγνωμονώ τον Θεόν, ανίσως και ημπορούσα να ευρεθώ πλησίον σου, να περιδιαβάσωμεν εις την ύπαιθρον. Μόνη ιδική μου ξεφάντωσις είναι πλέον η ενθύμησις των ημερών της ευγαλσίας εις τα Πηγαδάκια, οπόταν ήμην κοράσιον. Είχα και εγώ ιδεί τον απέραντον ουρανόν, ήκουσα χωρικόν παίζοντα βιολί, συνωμίλησα με απλαίς κοπέλλαις της υπαίθρου. Επήγα εις την εκκλησίαν, εστάθηκα εις το κατώφλιον και εγέμισαν οι οφθαλμοί μου από το πράσινον των κλημάτων. Και ύστερον πάλιν η μαυρίλα της ψυχής μέσα εις το σκότος του σπητιού μας εις την Χώραν. Ενθύμησις πλέον και αι εκδρομαί εις το μετόχι μας εις Γαϊτάνιον, δύο χρόνους πριν, οπού έμελλαν με τόσον δραματικόν τρόπον να παύσωσι.
Αλλά μήπως και η ιδική σου ξεφάντωσις έμελλε να κρατήση; Εγκαταλείπεις την προσφιλή σου Άνδρον. Οδηγείσαι εις τόπον ξένον, διά τρίτην φοράν μεταναστεύουσα. Αγκαλά και αντιλαμβάνομαι την αγωνίαν σου δια το θαλασσινόν ταξείδιον και την θλίψιν δια τα αίτια οπού σε οδηγούν μακράν της πατρίδος σου, δεν παύω όμως του να σε μακαρίζω. Ας ήτον δυνατόν να εταξείδευα και εγώ και ας ήσαν τα κύματα μεγάλα ως βουνά. Ας ηδυνάμην να εύγω από την φυλακήν μου και ας ήτον δια την έλλειψιν των χρημάτων. Άλλως τε, εις τι μου εχρησίμευσαν τα χρήματα, τοιούτως όπως ζω;
Θα στείλω την επιστολήν ταύτην εις την Σύραν, όπως μου παρήγγειλες. Υπολογίζω, ότι εάν δεν έχετε ήδη εγκατασταθή εις την νήσον, ετούταις ταις ημέραις θα πρέπει να ετοιμάζεσθε.
Εύχομαι η θάλασσα οπού θα σε πάρη από την Άνδρον να είναι γαληνιαία και με γαλήνην να σε απόθεση εις Σύραν. Εύχομαι ο νέος τόπος να σου προσφέρη όσην ευτυχίαν ποθείς.
Η φίλη σου,
Ελισάβετ Μουτζάν
Από το βιβλίο "Η παρηγορία των επιστολών σου..."
Ευανθία Καΐρη - Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου: Αλληλογραφώντας, όπως θα ήθελαν
Εκδόσεις: Ωκεανίδα, 2007
ΣΗΜΕΙΩΣΗ (της συγγραφέως)
Η αλληλογραφία αυτή είναι φανταστική. Όμως οι δύο γυναίκες που αλληλογραφούν είναι υπαρκτές. Τα γεγονότα και τα πρόσωπα που αναφέρονται στις επιστολές τους είναι αληθινά και η γλώσσα είναι αυτή που και οι ίδιες χρησιμοποιούσαν. Αν και το μυθιστόρημα πλησιάζει αποφασιστικά την αλήθεια, τα «Επιλεγόμενά» του μπορούν να φωτίσουν τους φιλοπερίεργους αναγνώστες.
(πρωτότυπη φωτογραφία: liberty-news.gr)
Ευτυχής έκπληξις η γραφή σου, οπού έφθασε ολίγας μόλις ημέρας μετά την συγγραφήν της.
Τον θάνατον εις Μεσολόγγιον του Λορδ Μπάυρον τον επληροφορήθημεν εις Ζάκυνθον με μεγάλην θλίψιν. Αγκαλά και δεν έχω τίποτες ιδικόν του διαβασμένον, φυλάττω όμως θέσιν δι' αυτόν εις την καρδίαν μου, διότι πολύ ηγάπησε την φιλτάτην Ελλάδα. Την ημέραν οπού μου έκαμες την γραφήν περί του θανάτου του, η Ζάκυνθος υπεδέχετο τον νεκρόν του και τρεις ημέραις αργότερον αγγλικόν πολεμικόν πλοίον με το όνομα «Φλωρίς» τον παρέλαβε δια να τον μεταφέρη εις την μακρινήν, ομιχλώδη πατρίδα του. Όλα τα πλοία οπού ευρίσκοντο εις τον λιμένα ύψωσαν σημαίαις νεκρώσιμαις, το «Φλωρίς» έρριψεν 37 κανονιοβολισμούς, ενόσω οι καμπάναις της πόλεως εσημαίνασι πενθίμως. Όπως είναι φυσικόν, οι εδώ Αγγλοι μεγάλως εστενοχωρήθησαν δια τον συμπατριώτην των. Αλλά και οι Ζακύνθιοι ανάλογον ησθάνθημεν συγκίνησιν. Εμάθαμεν διά το βαρύ πένθος της Ελλάδος και διά τον φωτισμένον επικήδειον λόγον οπού απηγγέλθη εις Μεσολόγγιον από τον κύριον Σπυρίδωνα Τρικούπην. Μεγάλην εντύπωσιν μου έκαμε τεμάχιον του λόγου, όθεν το απομνημόνευσα. Ο ρήτωρ, απευθυνόμενος εις τους Έλληνας συμπατριώτας του, είπε: «Ο ποιητής των καιρών μας, αγκαλά και στεφανωμένος αθανασίαν, εζήλευσε την δόξαν σας, και ήλθε προσωπικώς να ξεπλύνη μαζύ σας με το αίμα του τα μολυσμένα από την τυραννίαν χώματα μας».
Με σπαραγμόν εδιάβασα διά την ημέραν οπού απέρασες εις την εξοχήν. Ελευθέρα, με προσφιλή σου υποκείμενα. Δοσμένη εις τον χορόν και την αμεριμνησίαν, έστω και σύντομον. Προσδοκώσα και του αδελφού σου παρήγορον επιστολήν. Έδωσα αρχήν εις εν ατελείωτον κλάμα με το να εσκέφθηκα πόσον ήθελε ευγνωμονώ τον Θεόν, ανίσως και ημπορούσα να ευρεθώ πλησίον σου, να περιδιαβάσωμεν εις την ύπαιθρον. Μόνη ιδική μου ξεφάντωσις είναι πλέον η ενθύμησις των ημερών της ευγαλσίας εις τα Πηγαδάκια, οπόταν ήμην κοράσιον. Είχα και εγώ ιδεί τον απέραντον ουρανόν, ήκουσα χωρικόν παίζοντα βιολί, συνωμίλησα με απλαίς κοπέλλαις της υπαίθρου. Επήγα εις την εκκλησίαν, εστάθηκα εις το κατώφλιον και εγέμισαν οι οφθαλμοί μου από το πράσινον των κλημάτων. Και ύστερον πάλιν η μαυρίλα της ψυχής μέσα εις το σκότος του σπητιού μας εις την Χώραν. Ενθύμησις πλέον και αι εκδρομαί εις το μετόχι μας εις Γαϊτάνιον, δύο χρόνους πριν, οπού έμελλαν με τόσον δραματικόν τρόπον να παύσωσι.
Αλλά μήπως και η ιδική σου ξεφάντωσις έμελλε να κρατήση; Εγκαταλείπεις την προσφιλή σου Άνδρον. Οδηγείσαι εις τόπον ξένον, διά τρίτην φοράν μεταναστεύουσα. Αγκαλά και αντιλαμβάνομαι την αγωνίαν σου δια το θαλασσινόν ταξείδιον και την θλίψιν δια τα αίτια οπού σε οδηγούν μακράν της πατρίδος σου, δεν παύω όμως του να σε μακαρίζω. Ας ήτον δυνατόν να εταξείδευα και εγώ και ας ήσαν τα κύματα μεγάλα ως βουνά. Ας ηδυνάμην να εύγω από την φυλακήν μου και ας ήτον δια την έλλειψιν των χρημάτων. Άλλως τε, εις τι μου εχρησίμευσαν τα χρήματα, τοιούτως όπως ζω;
Θα στείλω την επιστολήν ταύτην εις την Σύραν, όπως μου παρήγγειλες. Υπολογίζω, ότι εάν δεν έχετε ήδη εγκατασταθή εις την νήσον, ετούταις ταις ημέραις θα πρέπει να ετοιμάζεσθε.
Εύχομαι η θάλασσα οπού θα σε πάρη από την Άνδρον να είναι γαληνιαία και με γαλήνην να σε απόθεση εις Σύραν. Εύχομαι ο νέος τόπος να σου προσφέρη όσην ευτυχίαν ποθείς.
Η φίλη σου,
Ελισάβετ Μουτζάν
Από το βιβλίο "Η παρηγορία των επιστολών σου..."
Ευανθία Καΐρη - Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου: Αλληλογραφώντας, όπως θα ήθελαν
Εκδόσεις: Ωκεανίδα, 2007
ΣΗΜΕΙΩΣΗ (της συγγραφέως)
Η αλληλογραφία αυτή είναι φανταστική. Όμως οι δύο γυναίκες που αλληλογραφούν είναι υπαρκτές. Τα γεγονότα και τα πρόσωπα που αναφέρονται στις επιστολές τους είναι αληθινά και η γλώσσα είναι αυτή που και οι ίδιες χρησιμοποιούσαν. Αν και το μυθιστόρημα πλησιάζει αποφασιστικά την αλήθεια, τα «Επιλεγόμενά» του μπορούν να φωτίσουν τους φιλοπερίεργους αναγνώστες.
(πρωτότυπη φωτογραφία: liberty-news.gr)
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 4