Γρηγόριος Ξενόπουλος: Λάουρα
Αλλά καθώς κτυπούσε το κουδούνι, με το κερί ακόμα στο χέρι, τα μάτια του έπεσαν στο κρεβάτι του. Κι' εκεί, απάνω στο μαξιλάρι, καταμεσίς, επιδεικτικά τοποθετημένο, είδε ένα μεγάλο μπλε φάκελο, που του φάνηκε σα να τον κοίταζε με μάτια ανθρώπινα και να τον έκραζε. Γιατί το χοντρό γράψιμο της επιγραφής, μαζί με κάτι μουντζούρες της βίας, εσχημάτιζαν σα μια μορφή...
Ο Μίμης άφησε το κουδούνι που δεν ξύπνησε κανένα — γιατ' η μαγείρισσα κοιμόταν σ' άλλο διαμέρισμα κι' ο μικρός υπηρέτης είχε βαρύ τον ύπνο — άφησε και το κερί στο κομμοδίνο κι' άνοιξε εκείνο το γράμμα.
Του 'γραφε η Κλάρα :
«Μίμη, συχώρεσέ με που φεύγω και σ' αφήνω. Αλλά δεν μπορούσα να κάμω διαφορετικά. Αγαπούσα από μικρή τον Αλφρέδο Κοζάλη. Στην απουσία του, ο μπάρμπας μου μ' επάντρεψε χωρίς τη θέλησή μου. Δε σ' εμίσησα ποτέ, αλλά και ποτέ δε μπόρεσα να σ' αγαπήσω. Δεν ήμουν πολύ ευτυχισμένη μαζί σου, Μίμη! Και τώρα που ήλθε ο Αλφρέδος Κοζάλης να με πάρει, τον ακολουθώ. Χαίρε και μη μου βαστάξεις μίσος. Είναι τίμιο αυτό που κάνω. Μια στιγμή μού φάνηκε πως θα μπορούσα να τον ξεχάσω, ν' αγαπήσω σένα, και σε πήρα, για να μην πικράνω τον μπάρμπα μου. Ύστερα είδα πως αυτό ήταν αδύνατο. Και φεύγω μ' εκείνον που αγαπώ και μ' αγαπά, για να μη σ' απατήσω.
Κλάρα
Υ.Σ. Παίρνω μαζί μου και τη Γαρουφαλιά».
Ο Μίμης έπεσε από τα σύννεφα.
Ποτέ, ούτε στιγμή, δεν του πέρασε η ιδέα πως η γυναίκα του μπορούσε να μην τον αγαπά, όπως κάθε τίμια γυναίκα αγαπά τον άντρα της, και να μην είναι ευτυχισμένη μαζί του. Και ποτέ δεν φαντάστηκε πως ο Φρέντος, ο καλός φίλος, ήταν εραστής. Εκτός από την εμπιστοσύνη που είχε και στους δυο, ο Μίμης ήξερε ακόμα, είχε ακούσει πως ο Φρέντος θα 'παιρνε την ξαδέρφη του τη Λάουρα.
Ψέματα λοιπόν ήταν αυτό; Ο κόσμος που το 'λεγε με τόση βεβαιότητα, γελιόταν;...
Του φάνηκε πολύ περίεργο.
Αισθάνθηκε τη μεγαλύτερη έκπληξη, αρκετή λύπη και κάποιο θυμό. Στην αρχή 'ομως. Αυτός ο άρχοντας, που είχε μανία με τα κόμματα και φλυαρούσε ώρες για τις εκλογές, ήταν και λιγάκι φιλόσοφος. Κι' άρχισε να συλλογίζεται πως τον βρήκε ένα δυστύχημα, που έπρεπε να το δεχθεί με υπομονή και με ψυχραιμία. Τίποτα δεν μπορούσε να κάμει, χωρίς να γίνει γελοίος. Κι' ο Μίμης ο Δεγράσσης γελοίος δε θα γινόταν ποτέ. Έπειτα, το κάτω - κάτω, έβρισκε πως η Κλάρα φέρθηκε με ειλικρίνεια και με τιμιότητα. Αγαπούσε άλλον; Έφυγε μαζί του. Δεν εκάθησε στο σπίτι του, να τον γελά, όπως μπορούσε να το 'κανε μια άλλη...
Έτσι, ο θυμός του κατάκατσε και δεν του 'μεινε πια παρά η λύπη. Γιατί, αν δεν ελάτρευε την γυναίκα του με πάθος, είχε αρχίσει όμως να την αγαπά με στοργή. Και, ακόμα, του άρεσε. Μάλιστα του άρεσε ολοένα περισσότερο, γιατί ολοένα περισσότερο ομόρφαινε αυτή η Κλάρα, που ο γάμος την είχε «ωφελήσει». Ο Δεγράσσης θα προτιμούσε να μην υπήρχε Φρέντος στον κόσμο. Μα αφού υπήρχε;...
Και σα φρόνιμος άνθρωπος, προσπάθησε και τη λύπη του ακόμα να καταπνίξει.
Νέος ήταν... γρήγορα θα 'βρισκε μια καλή κοντεσσίνα ν' αντικαταστήσει την Κλάρα...
Γρηγορίου Ξενοπούλου, Άπαντα - γ' τόμος
Εκδόσεις Μπίρη, 1975
(πρωτότυπη εικόνα: hellenica.de/Griechenland/ModerneLiteratur)
Ο Μίμης άφησε το κουδούνι που δεν ξύπνησε κανένα — γιατ' η μαγείρισσα κοιμόταν σ' άλλο διαμέρισμα κι' ο μικρός υπηρέτης είχε βαρύ τον ύπνο — άφησε και το κερί στο κομμοδίνο κι' άνοιξε εκείνο το γράμμα.
Του 'γραφε η Κλάρα :
«Μίμη, συχώρεσέ με που φεύγω και σ' αφήνω. Αλλά δεν μπορούσα να κάμω διαφορετικά. Αγαπούσα από μικρή τον Αλφρέδο Κοζάλη. Στην απουσία του, ο μπάρμπας μου μ' επάντρεψε χωρίς τη θέλησή μου. Δε σ' εμίσησα ποτέ, αλλά και ποτέ δε μπόρεσα να σ' αγαπήσω. Δεν ήμουν πολύ ευτυχισμένη μαζί σου, Μίμη! Και τώρα που ήλθε ο Αλφρέδος Κοζάλης να με πάρει, τον ακολουθώ. Χαίρε και μη μου βαστάξεις μίσος. Είναι τίμιο αυτό που κάνω. Μια στιγμή μού φάνηκε πως θα μπορούσα να τον ξεχάσω, ν' αγαπήσω σένα, και σε πήρα, για να μην πικράνω τον μπάρμπα μου. Ύστερα είδα πως αυτό ήταν αδύνατο. Και φεύγω μ' εκείνον που αγαπώ και μ' αγαπά, για να μη σ' απατήσω.
Κλάρα
Υ.Σ. Παίρνω μαζί μου και τη Γαρουφαλιά».
Ο Μίμης έπεσε από τα σύννεφα.
Ποτέ, ούτε στιγμή, δεν του πέρασε η ιδέα πως η γυναίκα του μπορούσε να μην τον αγαπά, όπως κάθε τίμια γυναίκα αγαπά τον άντρα της, και να μην είναι ευτυχισμένη μαζί του. Και ποτέ δεν φαντάστηκε πως ο Φρέντος, ο καλός φίλος, ήταν εραστής. Εκτός από την εμπιστοσύνη που είχε και στους δυο, ο Μίμης ήξερε ακόμα, είχε ακούσει πως ο Φρέντος θα 'παιρνε την ξαδέρφη του τη Λάουρα.
Ψέματα λοιπόν ήταν αυτό; Ο κόσμος που το 'λεγε με τόση βεβαιότητα, γελιόταν;...
Του φάνηκε πολύ περίεργο.
Αισθάνθηκε τη μεγαλύτερη έκπληξη, αρκετή λύπη και κάποιο θυμό. Στην αρχή 'ομως. Αυτός ο άρχοντας, που είχε μανία με τα κόμματα και φλυαρούσε ώρες για τις εκλογές, ήταν και λιγάκι φιλόσοφος. Κι' άρχισε να συλλογίζεται πως τον βρήκε ένα δυστύχημα, που έπρεπε να το δεχθεί με υπομονή και με ψυχραιμία. Τίποτα δεν μπορούσε να κάμει, χωρίς να γίνει γελοίος. Κι' ο Μίμης ο Δεγράσσης γελοίος δε θα γινόταν ποτέ. Έπειτα, το κάτω - κάτω, έβρισκε πως η Κλάρα φέρθηκε με ειλικρίνεια και με τιμιότητα. Αγαπούσε άλλον; Έφυγε μαζί του. Δεν εκάθησε στο σπίτι του, να τον γελά, όπως μπορούσε να το 'κανε μια άλλη...
Έτσι, ο θυμός του κατάκατσε και δεν του 'μεινε πια παρά η λύπη. Γιατί, αν δεν ελάτρευε την γυναίκα του με πάθος, είχε αρχίσει όμως να την αγαπά με στοργή. Και, ακόμα, του άρεσε. Μάλιστα του άρεσε ολοένα περισσότερο, γιατί ολοένα περισσότερο ομόρφαινε αυτή η Κλάρα, που ο γάμος την είχε «ωφελήσει». Ο Δεγράσσης θα προτιμούσε να μην υπήρχε Φρέντος στον κόσμο. Μα αφού υπήρχε;...
Και σα φρόνιμος άνθρωπος, προσπάθησε και τη λύπη του ακόμα να καταπνίξει.
Νέος ήταν... γρήγορα θα 'βρισκε μια καλή κοντεσσίνα ν' αντικαταστήσει την Κλάρα...
Γρηγορίου Ξενοπούλου, Άπαντα - γ' τόμος
Εκδόσεις Μπίρη, 1975
(πρωτότυπη εικόνα: hellenica.de/Griechenland/ModerneLiteratur)
Ετικέτες Γρηγόριος Ξενόπουλος, ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 4