<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d88644137678078798\x26blogName\x3d%CE%B3%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%BC%CE%B1+%CF%83%CE%B5+%CF%87%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%AF\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://allilografia.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttps://allilografia.blogspot.com/\x26vt\x3d-4543012661489340193', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

γράμμα σε χαρτί

"Στην τσέπη του παλτού σου παλιό σουσάμι, φλούδα φυστικιών και το τσαλακωμένο γράμμα μου." - Γιάννης Βαρβέρης
 

Μ. Καραγάτσης: Η μεγάλη χίμαιρα

Οι μέρες κυλάν η μια πίσω από την άλλη, το ίδιο απελπιστικά ομοιόμορφες. Δεν υπάρχει πια η χαρά να ξυπνήσης το πρωί με την προοπτική πως κάτι θα γίνη' κάτι, που θα γεμίση τις ώρες σου. Μόλις αναδυθής από το βάθος του ύπνου με τα δυσάρεστα όνειρα, θα ξαναβρεθής στην ακόμα πιο δυσάρεστη πραγματικότητα, που έχει συνέπεια τον ύπνο τον κακό. Φαύλος κύκλος . . .  Αν τύχη να είναι Σάββατο, δηλαδή η μοναδική μέρα της βδομάδας που η Μαρίνα κατεβαίνει στη Σύρα, τότε το πράμα πάει κι έρχεται. Υποφερτή είναι κι η Κυριακή, γιατί συνήθως κάποιος φίλος θα έρθη τ' απομεσήμερο στο Πισκοπιό να την επισκεφθή. Οι άλλες όμως πέντε ήμερες της βδομάδας δεν  έχουν καμιά χαρά. Ή μάλλον έχουν την πιθανότητα μιας χαράς: τα γράμματα του Γιάννη και του Μηνά.

Ο καθένας τους γράφει περίπου μια φορά τη βδομάδα. Έτσι, δυο φορές τη βδομάδα, κατά τις δέκα το πρωί, ο διανομέας θα χτυπήση το κουδούνι. Μόλις τ' ακούση, η Μαρίνα τινάζεται. Θα ήθελε να τρέξη ή ίδια στην ξώπορτα, να κερδίση τα δυο λεπτά που θα πάη η μαγείρισσα να της φέρη το γράμμα του Γιάννη. Αν όμως το γράμμα δεν είναι του Γιάννη; Αν είναι του Μηνά;  Ένας πικρός κόμπος αναδεύει στο στέρνο της. Κάθεται ακίνητη, εκεί που βρίσκεται και περιμένει ένα, δυο, τρία λεπτά. Αν σε τρία το πολύ λεπτά ακουγόταν η περπατησιά τής πεθεράς της στο διάδρομο, το γράμμα ήταν απ' το Γιάννη. Τότε η Μαρίνα σηκωνόταν κι έτρεχε να προαπαντήση τη Ρεΐζαινα. Έπαιρνε τον κίτρινο φάκελο με το γαλάζιο αστέρι στην αριστερή γωνιά και τα ξωτικά γραμματόσημα στη δεξιά' τον άνοιγε με δάχτυλα νευρικά κι άρχιζε να διαβάζη το γράμμα αμέσως, εκεί στο διάδρομο, όρθια κι ασάλευτη. Η γριά στεκόταν παράμερα, ακίνητη κι αμίλητη, προσπαθώντας να μαντέψη από την έκφραση της Μαρίνας αν αυτά που γράφει ο μεγάλος της γιος είν' ευχάριστα ή δυσάρεστα. Περίμενε έτσι ένα τέταρτο, είκοσι λεπτά, γιατί τα γράμματα του Γιάννη ήσαν μεγάλα — τέσσερες και πέντε πυκνογραμμένες κόλλες. Όταν η Μαρίνα τέλειωνε το διάβασμα, η γριά τη ρωτούσε:

— Λοιπόν; Τι σου γράφει ;
— Τίποτα το εξαιρετικό. Διαβάστε κι εσείς. . .

Της έδινε το γράμμα. Η γριά το άρπαζε και πήγαινε στην κάμαρά της, όπου κλεινόταν για δυο ώρες διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα λόγια που δεν ήσαν γι' αυτήν. Το ότι ό Γιάννης τής έγραφε σπάνια, πλήγωνε τον εγωισμό της. Η Μαρίνα που το κατάλαβε, έγραψε του Γιάννη πως σωστό ήταν να γράφη στη μητέρα του συχνότερα. Μα εκείνος αποκρίθηκε πως δεν του βρίσκεται καιρός να γράψη σ' όλο τον κόσμο, ότι το πράμα δεν έχει σημασία : «Τα γράμματα που σου στέλνω είναι και για τη μητέρα. Όταν γράφω σ' εσένα, είναι σα να γράφω και σ' αυτή.»

Αν πάλι σε τρία το πολύ λεπτά δεν ακουγόταν στο διάδρομο η περπατησιά της Ρεΐζαινας, το γράμμα ήταν του Μηνά. Τότε η Μαρίνα δεν κουνιόταν απ' τη θέση της. Αν τύχαινε να διαβάζη, έκλεινε το βιβλίο κι άφηνε τα μάτια της να περιπλανηθούν στον ουρανό και τη θάλασσα. Μέσα της μετρούσε το χρόνο. Δέκα λεπτά ήσαν αρκετά;  Όχι, καλύτερα ας περάση ένα τέταρτο... Τότε σηκωνόταν και πήγαινε να βρή την πεθερά της.

— Ποιος ήταν στην πόρτα; τη ρωτούσε.
— Ο ταχυδρόμος. Μου έφερε γράμμα του Μηνά.
— Α, ναι; Τι σας γράφει ;
— Καλά είναι.

Πάντοτε απαντούσε με αυτά τα δυο λόγια, που τα 'λεγε με ύφος ξερό, σχεδόν εχθρικό. Η Μαρίνα δεν τολμούσε να επιμείνη. Καμωνόταν ότι η σύντομη πληροφορία πως ο Μηνάς είναι καλά ικανοποιούσε το ενδιαφέρον της• και μιλούσε για κάτι άλλο.

Αυτή η στερεότυπη σκηνή επαναλαμβανόταν τον πρώτον καιρό, όταν η Μαρίνα είχε ακόμα ελπίδες πω ο Μηνάς κάποτε θα της έγραφε. Μα οι μήνες περνούσαν χωρίς να έρχεται γράμμα. «Μήπως γράφει για μένα στην πεθερά μου, κι αυτή δεν μου το λέει;  Αλλά γιατί η Ρεΐζαινα να μου το κρύβη; Παραλογίζομαι... Απλούστατα δεν γράφει τίποτα, ποτέ για μένα. Αυτή είναι η αλήθεια ...»

Έτσι, κάποια μέρα που χτύπησε το κουδούνι της ξώπορτας, η Μαρίνα περίμενε τα καθιερωμένα τρία λεπτά, να ιδή ποιανού ήταν το γράμμα. Το γράμμα ήταν του Μηνά. Άρχισε λοιπόν, όπως πάντα, να μετράη το χρόνο. Δέκα λεπτά, ένα τέταρτο... Και σηκώθηκε να πάη να βρή τη Ρεΐζαινα. Κι έξαφνα, κοντοστάθηκε. «Τι πρόκειται να γίνη; θα την ρωτήσω ποιος ήταν στην πόρτα. Θα μου αποκριθή πως ο  ταχυδρόμος της έφερε γράμμα του Μηνά. Α, ναι; θα της πω. Τι σας γράφει; Κι εκείνη θα μου απαντήση: Καλά είναι.» Σήκωσε τους ώμους, χαμογέλασε πικρά και ξανακάθησε στην πολυθρόνα, πλάι στο παράθυρο. Ω, θεέ μου! Πώς τα βαριόταν όλ' αυτά...

Το μεσημέρι, στο τραπέζι, η Ρεΐζαινα την κοιτούσε με μάτια παραξενεμένα και μοχθηρά. «Θα βαστάξη ως το τέλος να μη με ρωτήση;» Μα κάτι της έλεγε πως θα βαστούσε ως το τέλος• πως δεν θα την ξαναρωτούσε ποτέ. Και τότε, δεν βάσταξε εκείνη.

— Είχα γράμμα απ' το Μηνά, είπε με φωνή τάχα αδιάφορη• και κοιτούσε ύπουλα τη Μαρίνα.
— Το ξέρω. Σας γράφει πως είναι καλά.
— Πού το ξέρεις; Μπορεί και να μην είναι καλά, είπε ή γριά με κακοκρυμμένο σαρκασμό.
— Αν δεν ήταν καλά, θα μου το είχατε πη αμέσως. Για να μη μου το πήτε, σημαίνει πως ο κύριος υφηγητής είναι μια χαρά στην υγεία του.

Η Ρεΐζαινα δαγκώθηκε κι άλλαξε κουβέντα.


Από το βιβλίο του Μ. Καραγάτση Η μεγάλη χίμαιρα
Εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της Εστίας,έκδοση Ε' χ.χ.



Ακόμα:
- ο Μ. Καραγάτσης στα
αυτοβιογραφικά

Ετικέτες

« Home | Next »
| Next »
| Next »
| Next »
| Next »
| Next »
| Next »
| Next »
| Next »
| Next »

» Δημοσίευση σχολίου