Θανάσης Παπαγεωργίου: Το γράμμα που σου χρωστάω
Σε γνώρισα στο ΣΙΝΕΑΚ. Δεν το ξέρεις. Ήταν ένας κινηματογράφος για παιδιά. Θα 'ταν γύρω στο 1946-47, κάπου εκεί. Λέω σε γνώρισα, δεν μπορώ να πω γνωριστήκαμε, γιατί εσύ ήσουν στο πανί, εγώ στην πλατεία με άλλους πολλούς, που γελάγανε. Εγώ, κοντά παντελονάκια, φτηνά ρούχα, κάποιος μεγάλος απ' το σπίτι τα φόραγε παλιότερα, η μαμά δίπλα μου την άκουγα που γέλαγε πολύ. Έπρεπε να γελάω κι εγώ; Δεν ξέρω.
Εσύ, λοιπόν, στο πανί. Είχαν προηγηθεί το Τρίο Στούτζες, ο Χονδρός και ο Λιγνός, ποτέ δεν έμαθα τα πραγματικά τους ονόματα. Και μετά εσύ. Και γελούσαν όλοι μαζί σου. Γελούσαν και με τους άλλους, αλλά με σένα περισσότερο. Λένε πως ένα παιδί κάνει ό,τι κάνουν οι μεγάλοι. Εγώ, όμως, δε θυμάμαι να γελούσα. Δε θυμάμαι ποτέ, ούτε τώρα, να 'χω γελάσει μαζί σου. Ήσουν πολύ στενοχωρημένος, συνήθως λυπημένος, έκανες κάτι γρήγορες κινήσεις, σπασμωδικές, ανέβαινες κάτι σκάλες, με ασυνήθιστη ταχύτητα, περπάταγες παράξενα, μιλούσες και δεν άκουγα τη φωνή σου, μόνο κάτι γράμματα πέφτανε πότε-πότε που λέγανε «δυο μήνες αργότερα» ή «στο σπίτι της Τζέην», κάτι τέτοια. Πώς να γελάσω μ' όλ' αυτά; Αλλά ούτε και λυπόμουνα. Θέλω να πω πως δε γελούσα μεν, αλλά δεν ήμουνα και στενοχωρημένος. Απλώς τα είχα χαμένα. Με πλήγωνε η αδικία που κάνανε οι άνθρωποι, κάτι χοντροί συνήθως, που δε σ' αγαπούσανε πολύ, ενώ εσύ ήσουν τόσο καλός άνθρωπος και μόνο το καλό ήθελες για τους άλλους, με πλήγωνε που κοιμόσουνα σε παγκάκια και σε σκαλοπάτια και κρύωνες και πεινούσες (πίστεψέ με, δεν είχαμε κι εμείς πολύ φαγητό στο σπίτι για να σου φέρω την άλλη φορά), με πλήγωνε που οι άλλοι, μέσα στο ΣΙΝΕΑΚ, γελούσανε μαζί σου και γι' αυτό τα είχα χαμένα.
Βρισκόμουνα ανάμεσα σε δύο αντίθετα και δεν ήξερα πού πρέπει να πάω. Ακόμα και τώρα που μεγάλωσα, αν εξαιρέσω τη λογική μου για «το κωμικό στον κινηματογράφο» και διάφορα άλλα θεωρητικά, συναισθηματικά δεν μπορώ να απαντήσω αν αυτά που έκανες, τα έκανες για να γελάει ο κόσμος κι έτσι ακόμα δεν μπορώ να γελάσω μαζί σου. Παθαίνω κάτι που και τότε πάθαινα, κάτι άλλο. Κάτι σαν μια αγαλλίαση, σαν ευφορία, σα να νιώθω γεμάτος από κάτι που δεν προσδιορίζεται και δεν αναλύεται και δε μ' ενδιαφέρει ούτε τώρα να το αναλύσω. Θα μπορούσα να πω ότι αρνούμαι να αναλύσω με τη λογική μου, όχι από αδυναμία, αλλά γιατί αισθάνομαι έναν ιερό φόβο να κάτσω να εξηγήσω λογικά αυτό που εμένα μ' ανέβαζε στα ουράνια. Ακόμα και μετά που εγώ μεγάλωσα κι εσύ άσπρισες κι άρχισες να περπατάς κανονικά και, το κυριότερο, να μιλάς, ακόμα και τότε είχα, όπως και έχω αυτό το συναίσθημα του ιερού φόβου, του δέους, να σε εξηγήσω.
Δεν το 'χω πάθει πολλές φορές στη ζωή μου αυτό, άλλη μία, αλλά ντρέπομαι να την πω, θα με πούνε μελό και ντρέπομαι... Σ' αγαπώ Τσάρλυ!... Μη με παρεξηγήσεις, αλλά πρέπει να στο πω. Σ' αγαπούσα, σ' αγαπώ και θα σ' αγαπώ για ό,τι έκανες για μένα. Δεν ξέρω αν το υποψιάζεσαι, πολλοί θα 'ναι στη θέση μου, φαντάζομαι και πολλοί, ίσως, να σου το 'χουν ή να μη σου το 'χουν πει. Δε με νοιάζει, δε ζηλεύω. Εγώ σ' αγαπάω, καταλαβαίνεις;
Σου χρωστάω πάρα πολλά και σαν άνθρωπος και σαν ηθοποιός, γιατί έγινα κι εγώ ηθοποιός, πρόσεξε πώς σου το γράφω για να μη με παρεξηγήσεις, όχι «έγινα ηθοποιός», αλλά «έγινα κι εγώ ηθοποιός», την ξέρεις τη διαφορά, εσύ πρέπει να την ξέρεις πάρα πολύ καλά.
Από τότε που σε γνώρισα σε κουβαλάω μέσα μου, σε σκέφτομαι, πώς να στο πω; Δε σκέφτομαι εσένα προσωπικά, δε σκέφτομαι το μπαστούνι σου ή το τριμμένο φράκο σου, ούτε κάτι που είπες ή που σου είπανε. Σκέφτομαι εσένα ολόκληρο, με όλα σου... Να, θα 'λεγα σε σκέφτομαι σα να 'σαι μια ιδέα, ένα αίσθημα, κάτι που έχει μπει μέσα στην ψυχή μου και με κατευθύνει, με πηγαίνει από δω κι από κει, με σηκώνει ψηλά και με ρίχνει κάτω. Σα να μ' έχει κυριεύσει κάτι άγνωστο και πολύ δυνατό, που δεν μπορώ να του αντισταθώ, ούτε να το πιάσω.
Βρε Τσάρλυ, πώς να στο πω; Πότε-πότε θυμώνω μαζί σου που μ' έκανες και αισθάνομαι έτσι. Θα προτιμούσα να 'μαι αλλιώς, πιο σκληρόκαρδος, πιο παραδόπιστος, πιο αναίσθητος. Κατάλαβες; Σου χρωστάω μεν πολλά, αλλά θυμώνω και μαζί σου γιατί μου 'δειξες πράγματα που τα πληρώνω ακριβά στη ζωή μου. Δεν ξέρω αν περνούσε στην εποχή σου η τρυφερότητα, αλλά τώρα δεν περνάει με τίποτα, καταλαβαίνεις τι έχεις κάνει; Ούτε η ανθρωπιά περνάει πια, ούτε η αγάπη, ούτε η συντροφικότητα. Κατάλαβες τι έχεις κάνει; Δε χρειάζεται πια η ευαισθησία σου και όσοι την έχουνε ακόμα βγαίνουνε χαμένοι, κατάλαβες; Και παραδέρνουνε μέσα στη συμφορά που υπάρχει γύρω τους και στο συμφεροντολογισμό και στον κυνισμό και την αγριότητα και δεν μπορούν να κάνουν και τους αναίσθητους, γιατί απλώς δεν το μπορούνε. Έκανες ζημιά, κατάλαβες; Κι όσοι προσπάθησαν να περπατήσουν στο δρόμο που τους έδειξες, πληγωθήκανε πολύ κι έρχονται στιγμές που μετανιώνουν που σε γνώρισαν! Όχι! είναι άσχημο αυτό που σου έγραψα, ξέχασέ το, μου ξέφυγε, σου ζητώ συγγνώμη!
Καλά έκανες και πέρασες απ' αυτή τη γη. Να 'σαι καλά. Ευτυχισμένος να 'σαι εκεί που είσαι. Αυτοί που προσπαθούν να γίνουν ηθοποιοί σου χρωστούν ευγνωμοσύνη κι ας τους έβαλες σε δύσκολο δρόμο. Θέλω να πω, αυτοί που προσπαθούν να γίνουν ηθοποιοί, ας μάθουν να περπατούν έτσι δύσκολα, όπως περπατούσες κι εσύ, με το μπαστουνάκι και τα στραβά σου ποδαράκια κι εκείνο το λυπημένο, γεμάτο καλωσύνη χαμόγελό σου. Γειά σου Τσάρλυ. Σ' ευχαριστώ που έζησες κάποτε...
Από το περιοδικό η λέξη, τχ.87
Σεπτέμβρης '89
(αρχείο ΕΚΕΒΙ)
(πρωτότυπες φωτογραφίες για την σύνθεση: culturegreece.gr, fanpop.com)
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 3