Αντρέ Ζιντ: Οι κιβδηλοποιοί
— Με όλα μπορεί να κάμη κανείς λογοτεχνία.
— Το είπες: με όλα. Μ' αυτό, φίλε μου, δεν είναι πια τόσο εύκολο. Λοιπόν χαίρε... Α! ήθελα να σου πω ακόμη: είχα νέα από τον Αλέξανδρο... Μα ναι, ξέρεις: από το μεγαλύτερο αδελφό μου, που πήγε να ζήση στην Αφρική, όπου άρχισε να κάνη ένα σωρό βρωμοδουλειές και να τρώη όλα τα χρήματα που του έστελνε η Ραχήλ. Τώρα είναι εγκαταστημένος στις όχθες της Καζαμάνς. Μου γράφει, πως το εμπόριό του προοδεύει και πως γρήγορα θα κάμη λεφτά.
— Τι είδους εμπόριο;
— Μήπως ξέρει κανείς; Καουτσούκ, ελεφαντόδοντο, μπορεί και νέγρους... - αντί στολιδιών... Μου γράφει να πάω να τον βρω.
— Θα έφευγες;
— Αύριο κιόλας, αν δεν ήταν, τώρα γρήγορα, στη μέση, ο στρατός. Ο Αλέξανδρος είναι ένα είδος ηλίθιου του δικού μου τύπου. Νομίζω πως θα τα πήγαινα πολύ καλά μαζί του... Να, θέλεις να δής; Έχω το γράμμα του απάνω μου.
Από την τσέπη του έσυρε έναν φάκελλο, κι από τον φάκελλο ένα σωρό φύλλα χαρτιού. Διάλεξε ένα, και το έδωσε στον Όλιβιέ.
—Δεν υπάρχει κανείς λόγος να μπής στον κόπο, διαβάζοντάς το ολόκληρο. Διάβασε τούτο δω.
Ο Ολιβιέ διάβασε:
«Θα 'ναι τώρα καμιά δεκαπενταριά μέρες, που ζω συντροφιά μ' ένα παράξενο άτομο, που το μάζεψα στο σπίτι μου. Φαίνεται πως ο ήλιος του τόπου τον χτύπησε στο κεφάλι. Στην αρχή πήρα για παραλήρημα ό,τι μπορεί μια χαρά να 'ναι και τρέλα. Αυτό το παράξενο παλληκάρι — ένας τύπος καμιά τριανταριά χρονώ, ψηλός και δυνατός, αρκετά όμορφος και σίγονρα «από καλή οικογένεια», καθώς λένε, αν κρίνη κανείς από τους τρόπους του, το λεκτικό του και τα πολύ λεπτά, για να 'χη κάνει ποτέ χοντρές δουλειές, χέρια του — πιστεύει πως κατέχεται από τον διάβολο. Ή μάλλον, πιστεύει πως είναι ο ίδιος ο διάβολος, αν κατάλαβα καλά τι έλεγε.
Θα πρέπη να του συνέβηκε καμιά περιπέτεια, γιατί, στ' όνειρό του, ή σε μια κατάσταση μισοΰπνου, που του συμβαίνει να πέφτη συχνά, (και τότε κουβεντιάζει με τον εαυτό του, σα να μην ήμουν εκεί), μιλεί αδιάκοπα για κομμένα χέρια. Και καθώς ταράζεται, τότε, πολύ και γουρλώνει φοβερά τα μάτια του, φρόντισα ν' απομακρύνω κάθε όπλο από κοντά τον. Τον υπόλοιπο καιρό είναι σπουδαίο παιδί, ευχάριστη συντροφιά — πράμα που εκτιμώ, όπως καταλαβαίνεις, βέβαια, ύστερα από τόσων μηνών μοναξιά — και που με βοηθά στις δουλειές μου.
Ποτέ δε μιλεί για την περασμένη ζωή του, έτσι που δεν τα καταφέρνω ν' ανακαλύψω ποιος μπορεί να 'ναι. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα έντομα και για τα φυτά, και ωρισμένα λόγια του σ' αφήνουν να καταλάβης, πως είναι αξιοπρόσεχτα μορφωμένος. Φαίνεται να του αρέση κοντά μου και δεν κάνει λόγο γι' αναχώρηση. Είμαι αποφασισμένος να τον αφήσω να μείνη εδώ όσον καιρό θελήσει. Ήθελα, μ' όλη μου την καρδιά, ακριβώς, έναν βοηθό, κ' ήρθε, γενικά, απάνω στην ώρα.
Ένας αποτρόπαιος νέγρος, που τον συνώδευε, ανηφορίζοντας μαζί του την Καζαμάνς και που κουβέντιασα λίγο μαζί του, μιλεί για μια γυναίκα, που τον συνώδευε και που, αν κατάλαβα καλά, πρέπει να πνίγηκε στον ποταμό, μια μέρα που βούλιαξε η βάρκα τους. Δε θ' απορούσα αν μάθαινα, πως ο σύντροφός μου βοήθησε σ' αυτόν τον πνιγμό. Σ' αυτόν τον τόπο, όταν θέλη κανείς ν' απαλλαγή από κάποιον, έχει να διάλεξη ένα σωρό μέσα, από τα οποία δε γλυτώνει κανείς.
Αν μάθω καμιά μέρα πιο πολλά, θα σου τα γράψω — ή θα σου τα πω: όταν θα 'ρθης να με βρης. Ναι, ξέρω... το ζήτημα της θητείας σου... τόσο το χειρότερο! θα περιμένω. Γιατί να 'σαι βέβαιος πως, αν θέλης να με ξαναδής, θα πρέπη να πάρης την απόφαση να 'ρθης. Όσο για μένα, όλο και λιγώτερο επιθυμώ να γυρίσω. Εδώ κάνω μια ζωή που μου αρέσει και μου πάει σαν κουστούμι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου. Το εμπόριό μου προοδεύει, και το κολλάρο του πολιτισμού μού φαίνεται κάτι που δε θα μπορέσω να υποφέρω ποτέ πια.
Σου στέλνω μαζί μια καινούργια επιταγή, που μπορείς να τη χρησιμοποίησης όπως σ' αρέσει. Η προηγούμενη ήταν για τη Ραχήλ. Τούτη δω κράτα την για σένα..
—Τα άλλα δεν έχουν ενδιαφέρον, είπε ο Αρμάνδος.
Ο Ολιβιέ έδωσε πίσω το γράμμα, χωρίς να πη τίποτα. Δεν του πέρασε από το μυαλό πως ο δολοφόνος, για τον οποίο μιλούσε το γράμμα, αυτό, ήταν ο αδελφός του. Ο Βενσάν δεν είχε δώσει πια νέα του από πολύν καιρό τώρα. Οι γονείς του τον νόμιζαν στήν Αμερική. Για να πούμε την αλήθεια, ο Ολιβιέ δεν ανησυχούσε και πολύ γι' αυτόν.
André Gide
μτφ: Άρης Δικταίος
Από το βιβλίο Ζιντ: Οι κιβδηλοποιοί
Εκδόσεις: Δωδώνη, 1977
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 3