Κάθρην Μάνσφηλντ: Το μάθημα μουσικής
27 Σεπ 2011...χωρίς να κοιτάζει κανέναν, το βλέμμα της διέτρεξε εκείνη τη θάλασσα από χρωματιστές φανελένιες μπλούζες, τα ροδαλά πρόσωπα και τα χέρια που κουνιόνταν πάνω κάτω σπασμωδικά, τις σεινάμενες, σαν πεταλούδες, κορδέλες των μαλλιών και τ' ανοιχτά βιβλία της μουσικής. Ήξερε ακριβώς τι σκέφτονταν. «Η Μήντυ είναι έξαλλη». Ασ' τες να το σκέφτονται! Τα ματόφυλλά της τρεμούλιασαν' έριξε πίσω το κεφάλι προκαλώντας τες. Τι σημασία μπορούσε να 'χει το τι σκέφτονταν τούτα τα πλάσματα για κάποιον που στεκόταν εκεί αιμορραγώντας μέχρι θανάτου, με την καρδιά ξεσχισμένη, ξεσχισμένη, από 'να τέτοιο γράμμα...
...«Αισθάνομαι όλο και περισσότερο ότι ο γάμος μας θα ήταν λάθος. Όχι πως δε σ' αγαπώ. Σ' αγαπώ όσο μου 'ναι δυνατό ν' αγαπήσω μια γυναίκα, αλλά για να πω την αλήθεια, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν είμαι από τους άντρες που παντρεύονται, και η ιδέα της αποκατάστασης δε με γεμίζει παρά με...» και η λέξη «αηδία» είχε σβηστεί ελαφρά κι από πάνω της είχε γραφτεί «θλίψη».
Μπάζιλ! Η μις Μήντοους πλησίασε αγέρωχα το πιάνο. Η Μαίρη Μπήζλεϋ, που περίμενε τούτη τη στιγμή, έσκυψε μπροστά' οι μπούκλες της έπεσαν πάνω στα μάγουλά της, ενώ μουρμούριζε «Καλημέρα, μις Μήντοους» κι έτεινε μάλλον παρά που 'δωσε στη δασκάλα της ένα όμορφο κίτρινο χρυσάνθεμο. Αυτή η μικρή τελετουργία με το λουλούδι γινόταν πολύν καιρό τώρα, ολόκληρη τη σχολική περίοδο σχεδόν. Αποτελούσε πια τόσο πολύ μέρος του μαθήματος όσο και το άνοιγμα του πιάνου. Τούτο το πρωινό όμως, αντί να το πάρει, αντί να το στερεώσει στη ζώνη της καθώς έσκυβε πάνω απ' τη Μαίρη κι έλεγε «Ευχαριστώ, Μαίρη. Τι όμορφο! Γύρνα στη σελίδα τριάντα δύο», η Μαίρη είδε έντρομη τη μις Μήντοους ν' αγνοεί τελείως το χρυσάνθεμο, να μην απαντάει στο χαιρετισμό της, αλλά να λέει παγωμένα. «Στη σελίδα δεκατέσσερα, σε παρακαλώ, και πρόσεχε καλά τους χρόνους».
Φοβερή στιγμή! Η Μαίρη κοκκίνισε μέχρι που ανέβηκαν στα μάτια της δάκρυα, αλλά η μις Μήντοους είχε ξαναγυρίσει στο αναλόγιο της μουσικής' η φωνή της ακούστηκε ηχηρή σ' όλη την αίθουσα. «Σελίδα δεκατέσσερα, θ' αρχίσουμε με τη σελίδα δεκατέσσερα. Με το «Θρήνο». Τώρα πια, κορίτσια, πρέπει να το ξέρετε, θα το αρχίσουμε όλες μαζί' όχι τμηματικά, αλλά όλες μαζί. Και χωρίς έκφραση. Τραγουδήστε το όμως πολύ απλά, κρατώντας το χρόνο με τ' αριστερό χέρι».
Σήκωσε την μπαγκέτα και χτύπησε το αναλόγιο δυο φορές. Τώρα μπήκε η Μαίρη με τις πρώτες συγχορδίες' όλα εκείνα τ' αριστερά χέρια κατέβηκαν χτυπώντας τον αέρα, κι αντήχησαν όλες εκείνες οι νεανικές, πένθιμες φωνές:
Τι σύντομα μαραίνονται τα ρόδα της χαράς
τι σύντομα ο χειμώνας ξεπροβαίνει
τι γρήγορα οι νότες της χαράς
σβήνουν στ' αυτί που μόνο τις προσμένει.
τι σύντομα ο χειμώνας ξεπροβαίνει
τι γρήγορα οι νότες της χαράς
σβήνουν στ' αυτί που μόνο τις προσμένει.
Ω, Θε μου, τι θα μπορούσε να 'ναι πιο τραγικό απ' αυτόν το θρήνο! Κάθε νότα και στεναγμός, λυγμός, βογκητό απέραντης θλίψης. Η μις Μήντοους σήκωσε τα χέρια της μέσ' στο φαρδύ φόρεμα κι άρχισε να διευθύνει και με τα δυο. « ...Αισθάνομαι όλο και πιο έντονα ότι ο γάμος μας θα ήταν λάθος...» Χτύπησε το χρόνο και οι φωνές θρήνησαν: Τι γρήγορα. Τι τον έπιασε να γράψει τέτοιο γράμμα! Τι μπορούσε να φταίει γι' αυτό! Ήρθε τόσο ξαφνικά. Το τελευταίο του γράμμα ήταν όλο για μια βιβλιοθήκη από βελανιδιά που είχε αγοράσει για τα βιβλία «μας», κι ένα «μικρό, κομψό έπιπλο εισόδου» που είχε δει, «ένα πολύ περιποιημένο πραματάκι με μια σκαλιστή κουκουβάγια πάνω σ' ένα υποστήριγμα, που κρατούσε στα νύχια της τρεις βούρτσες για καπέλα». Πόσο είχε γελάσει μ' αυτό! Μόνο ένας άντρας μπορούσε να σκεφτεί πως χρειάζονταν τρεις βούρτσες για καπέλα! Σβήνουν στ' αυτί, τραγούδησαν οι φωνές.
[....] Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Ένα κοριτσάκι ντυμένο στα μπλε διέσχισε το διάδρομο με θόρυβο, με κρεμασμένο το κεφάλι, δαγκώνοντας τα χείλια και παίζοντας το ασημένιο βραχιόλι στο μικρό, κοκκινισμένο καρπό. Ανέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε μπροστά στη μις Μήντοους. «Τι συμβαίνει, Μόνικα;»
«Αν έχετε την καλοσύνη, μις Μήντοους», είπε το κοριτσάκι με κομμένη την ανάσα «η μις Ουάιατ θέλει να σας δει στην αίθουσα των καθηγητών».
«Πολύ καλά», είπε η μις Μήντοους και φώναξε στα κορίτσια. «Έχω το λόγο σας ότι θα μιλάτε χαμηλόφωνα όσο θα λείπω». Αυτά όμως ήταν πολύ εξουθενωμένα για να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Τα περισσότερα φύσαγαν τη μύτη τους.
Οι διάδρομοι ήταν παγωμένοι και σιωπηλοί κι αντηχούσαν στα βήματα της μις Μήντοους. Η διευθύντρια καθόταν μπροστά στο γραφείο της. Για μια στιγμή έμεινε με το κεφάλι κατεβασμένο. Ως συνήθως ξεμπέρδευε τα γυαλιά της, που είχαν μαγκώσει στο δαντελένιο της γιακά. «Καθίστε, μις Μήντοους» της είπε πολύ καλοσυνάτα. Κι ύστερα σήκωσε απ' το σουμέν ένα ροζ φάκελο.
«Έστειλα να σας φωνάξουν γιατί είχατε αυτό το τηλεγράφημα».
«Τηλεγράφημα για μένα, μις Ουάιατ;»
Ο Μπάζιλ! Είχε αυτοκτονήσει, συμπέρανε η μις Μήντοους. Το χέρι της τινάχτηκε να το πάρει, αλλά η μις Ουάιατ το κράτησε για μια στιγμή. «Ελπίζω να μην είναι άσχημα νέα» είπε με καλοσύνη. Η μις Μήντοους το άνοιξε σκίζοντας το φάκελο.
«Αγνόησε γράμμα πρέπει ήμουν τρελός αγόρασα καλόγερο σήμερα. Μπάζιλ». Διάβασε και δεν μπορούσε ν' αποτραβήξει τα μάτια της απ' το τηλεγράφημα.
«Ελπίζω πως δεν είναι τίποτα σοβαρό» έκανε η μις Ουάιατ σκύβοντας μπροστά.
«Α, όχι, ευχαριστώ, μις Ουάιατ» είπε κοκκινίζοντας η μις Μήντοους. «Δεν είναι τίποτα άσχημο. Είναι -της ξέφυγε σαν δικαιολογία ένα γελάκι- «είναι από τον αρραβωνιαστικό μου που λέει ότι... λέει ότι...». Ακολούθησε σιωπή, «Κατάλαβα» έκανε η μις Ουάιατ. Κι άλλη σιωπή. Ύστερα. «Έχετε ακόμη δεκαπέντε λεπτά απ' την τάξη σας, έτσι δεν είναι, μις Μήντοους;»
«Μάλιστα, μις Ουάιατ». Η μις Μήντοους σηκώθηκε και σχεδόν έτρεξε προς την πόρτα.
«Α, μια στιγμή, μις Μήντοους», είπε η μις Ουάιατ. «Πρέπει να σας πω ότι δε μ' αρέσει να παίρνουν οι καθηγητές μου τηλεγραφήματα τις ώρες του σχολείου, εκτός κι αν πρόκειται για πολύ άσχημα νέα, όπως ένας θάνατος», εξήγησε η μις Ουαιατ, «ή κάποιο πολύ σοβαρό δυστύχημα ή κάτι παρόμοιο. Τα καλά νέα, μις Μήντοους, μπορούν πάντα να περιμένουν, ξέρετε».
Πετώντας από ελπίδα, αγάπη, χαρά, η μις Μήντοους έφτασε βιαστικά στην αίθουσα της μουσικής, διέσχισε το διάδρομο, ανέβηκε τα σκαλιά, και πλησίασε το πιάνο.
«Στη σελίδα τριάντα δύο, Μαίρη» έκανε, «σελίδα τριάντα δύο» και παίρνοντας το κίτρινο χρυσάνθεμο, το κράτησε μπροστά στα χείλη της για να κρύψει το χαμόγελό της. Μετά στράφηκε στα κορίτσια, χτυπώντας την μπαγκέτα της: «Σελίδα τριάντα δύο, κορίτσια, σελίδα τριάντα δύο».
... ... ...
[....] Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Ένα κοριτσάκι ντυμένο στα μπλε διέσχισε το διάδρομο με θόρυβο, με κρεμασμένο το κεφάλι, δαγκώνοντας τα χείλια και παίζοντας το ασημένιο βραχιόλι στο μικρό, κοκκινισμένο καρπό. Ανέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε μπροστά στη μις Μήντοους. «Τι συμβαίνει, Μόνικα;»
«Αν έχετε την καλοσύνη, μις Μήντοους», είπε το κοριτσάκι με κομμένη την ανάσα «η μις Ουάιατ θέλει να σας δει στην αίθουσα των καθηγητών».
«Πολύ καλά», είπε η μις Μήντοους και φώναξε στα κορίτσια. «Έχω το λόγο σας ότι θα μιλάτε χαμηλόφωνα όσο θα λείπω». Αυτά όμως ήταν πολύ εξουθενωμένα για να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Τα περισσότερα φύσαγαν τη μύτη τους.
Οι διάδρομοι ήταν παγωμένοι και σιωπηλοί κι αντηχούσαν στα βήματα της μις Μήντοους. Η διευθύντρια καθόταν μπροστά στο γραφείο της. Για μια στιγμή έμεινε με το κεφάλι κατεβασμένο. Ως συνήθως ξεμπέρδευε τα γυαλιά της, που είχαν μαγκώσει στο δαντελένιο της γιακά. «Καθίστε, μις Μήντοους» της είπε πολύ καλοσυνάτα. Κι ύστερα σήκωσε απ' το σουμέν ένα ροζ φάκελο.
«Έστειλα να σας φωνάξουν γιατί είχατε αυτό το τηλεγράφημα».
«Τηλεγράφημα για μένα, μις Ουάιατ;»
Ο Μπάζιλ! Είχε αυτοκτονήσει, συμπέρανε η μις Μήντοους. Το χέρι της τινάχτηκε να το πάρει, αλλά η μις Ουάιατ το κράτησε για μια στιγμή. «Ελπίζω να μην είναι άσχημα νέα» είπε με καλοσύνη. Η μις Μήντοους το άνοιξε σκίζοντας το φάκελο.
«Αγνόησε γράμμα πρέπει ήμουν τρελός αγόρασα καλόγερο σήμερα. Μπάζιλ». Διάβασε και δεν μπορούσε ν' αποτραβήξει τα μάτια της απ' το τηλεγράφημα.
«Ελπίζω πως δεν είναι τίποτα σοβαρό» έκανε η μις Ουάιατ σκύβοντας μπροστά.
«Α, όχι, ευχαριστώ, μις Ουάιατ» είπε κοκκινίζοντας η μις Μήντοους. «Δεν είναι τίποτα άσχημο. Είναι -της ξέφυγε σαν δικαιολογία ένα γελάκι- «είναι από τον αρραβωνιαστικό μου που λέει ότι... λέει ότι...». Ακολούθησε σιωπή, «Κατάλαβα» έκανε η μις Ουάιατ. Κι άλλη σιωπή. Ύστερα. «Έχετε ακόμη δεκαπέντε λεπτά απ' την τάξη σας, έτσι δεν είναι, μις Μήντοους;»
«Μάλιστα, μις Ουάιατ». Η μις Μήντοους σηκώθηκε και σχεδόν έτρεξε προς την πόρτα.
«Α, μια στιγμή, μις Μήντοους», είπε η μις Ουάιατ. «Πρέπει να σας πω ότι δε μ' αρέσει να παίρνουν οι καθηγητές μου τηλεγραφήματα τις ώρες του σχολείου, εκτός κι αν πρόκειται για πολύ άσχημα νέα, όπως ένας θάνατος», εξήγησε η μις Ουαιατ, «ή κάποιο πολύ σοβαρό δυστύχημα ή κάτι παρόμοιο. Τα καλά νέα, μις Μήντοους, μπορούν πάντα να περιμένουν, ξέρετε».
Πετώντας από ελπίδα, αγάπη, χαρά, η μις Μήντοους έφτασε βιαστικά στην αίθουσα της μουσικής, διέσχισε το διάδρομο, ανέβηκε τα σκαλιά, και πλησίασε το πιάνο.
«Στη σελίδα τριάντα δύο, Μαίρη» έκανε, «σελίδα τριάντα δύο» και παίρνοντας το κίτρινο χρυσάνθεμο, το κράτησε μπροστά στα χείλη της για να κρύψει το χαμόγελό της. Μετά στράφηκε στα κορίτσια, χτυπώντας την μπαγκέτα της: «Σελίδα τριάντα δύο, κορίτσια, σελίδα τριάντα δύο».
... ... ...
Katherine Mansfield
Μετάφραση: Μίνα Δαλαμάγκα
από την Νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία
Ανθολόγιο μεταφράσεων Β' ενιαίου λυκείου (επιλογής) , του
Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιλίων
(πρωτ. φωτογραφία: mp.natlib.govt.nz)
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 3