<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d88644137678078798\x26blogName\x3d%CE%B3%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%BC%CE%B1+%CF%83%CE%B5+%CF%87%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%AF\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://allilografia.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://allilografia.blogspot.com/\x26vt\x3d-4503636247666117187', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

γράμμα σε χαρτί

"Στην τσέπη του παλτού σου παλιό σουσάμι, φλούδα φυστικιών και το τσαλακωμένο γράμμα μου." - Γιάννης Βαρβέρης
 

Μάρω Δούκα: Η αρχαία σκουριά

31 Αυγ 2010


Λίγες μέρες πριν απ' το γάμο της Ελβίρας μού είχε στείλει κι ένα γράμμα πολυσέλιδο, επειδή ήθελε να μου επιβάλει και γραπτώς το χωρισμό μας. Με ρωτούσε μελοδραματικά αν μπορώ να τον ακούσω. Μπορείς να μ' ακούσεις; Γιατί είναι σίγουρος ότι ποτέ μου δεν άκουσα τη φωνή άλλου ανθρώπου. Ποτέ δεν έστησα τ' αφτί μου στην καρδιά του άλλου. Με πρόσεχε καθώς αποτύπωνα σαν το φωνογράφο, ψυχρά, μηχανικά, και σώριαζα μέσα μου του καθενός την αγωνία — ποτέ δεν αγωνιούσα, μόνο κατάγραφα κι υπόκλεπτα την αγωνία τους κι εξηγούσα τον κόσμο εγκεφαλικά και χαιρόμουν να μιλώ με τις ξένες φωνές για τους πόνους των άλλων. Απ' τον καιρό που μ' αγαπούσε πίσω απ' τη σίτα της φυλακής, σαν να τον είχα καθηλώσει σ' έναν παγερό διάδρομο, περίμενε την αποφυλάκισή του εγκαταλειμμένος, ούτε μια στιγμή δε μ'εμπιστεύτηκε. Γι' αυτό μου μιλούσε πολύ αφότου αποφυλακίστηκε, μου 'λεγε για όλα τα σημαντικά και τ' ασήμαντα και με κρυφοκοίταζε περιμένοντας. Τι περίμενε; Περίμενε, λέει, τη στιγμή που θ' αφηνόμουν πλάι του. Όμως, αντί αυτού, εγώ προσχεδίαζα και σκηνοθετούσα σατανικά το χωρισμό μας. Εγώ τον έσπρωξα στην Ξένια. Τι ήταν αυτός για μένα; Ένα φαινόμενο ξένο στην αιώνια αναισθησία μου. Τον άκουα αδιάφορη σαν ν' άκουα Οδύσσεια. Όχι ότι δεν τον πρόσεχα όταν μιλούσε. Ίσα ίσα, ήταν τόσο λαμπερά τα μάτια μου, λες κι απολάμβανα τα βάσανα του και με τόση συγκίνηση που τον εξουθένωνα. Πολλές φορές ένιωθε την ανάγκη να με μπλαβίσει στο ξύλο, μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί πως ήμουν γυναίκα απαλή και στρογγυλή στο πλευρό του.

Διάβαζα το γράμμα του και σκεφτόμουν ότι θα 'γινα κίτρο απ' τη χλωμάδα. Αλλ' αυτός πολύ αμφέβαλλε ότι μπορεί να με ταράξει και γι' αυτό κάθε τόσο, σε κάθε δέκα τόσες αράδες, επαναλάβαινε ότι με βλέπει, λέει, σαν τον ακανθόχοιρο που θα 'χω μουδιάσει τυλιγμένη στ' αγκάθια μου, καλά προφυλαγμένη. Μα πού θα πάει; Αργά ή γρήγορα θα 'ρθώ αντιμέτωπη με τον εαυτό μου. Και τότε καμιά αυτοανάλυση, καμιά ψευτοαλήθεια δε θα με σώσει. Είχε συναντήσει, συνέχιζε, τον Παύλο και μιλούσαν για μένα. Τελευταία συναντούσα κι εγώ τον Παύλο, τα λέγαμε αδιάφοροι κι οι δυο, ας πούμε φιλικά. Λεπτός, χλωμός κι όμορφος σαν εραστής. Απ' τις πρώτες στελεχάρες κι αυτός και στο ίδιο κόμμα με τον Γιώργο. Μια φορά που τον είδα έξω απ' το Πολυτεχνείο, σαν να 'βλεπα στο πρόσωπο των κορασίδων που τον περιτριγύριζαν τον εαυτό μου, πριν χρόνια, τότε που μ' έσερναν ο Παύλος πρώτα κι έπειτα ο Φώντας, μ' έσερναν ντάμα όπου τους καλούσαν τ' αγωνιστικά τους αυτά. Και τα συγκλόνιζε τα κοριτσάκια με τη σοφία του και τις ιδεολογικές του ρυτίδες.

Μιλούσε λοιπόν ο Παύλος με τον Γιώργο για μένα. Είχε καθίσει και του εξιστόρησε τον καιρό που ήμαστε μαζί. Τότε με τα κυνηγητά εδώ κι εκεί, την αγωνία μήπως τον πιάσουν, τα κατάφερε και με ξεφορτώθηκε. Κι όταν του έλεγε η μάνα του για τις επισκέψεις μου στο σπίτι τους, της είχε δώσει εντολή να με κρατήσει σ' απόσταση, να μη συγκινηθεί απ' τη φαινομενική μου γλυκύτητα και μου αποκαλύψει το κρησφύγετό του. Επειδή ο Παύλος με φοβόταν. Τον κοίταζα, λέει, με γυάλινα μάτια, δεν απόσωνα το χάδι μου και το ξανάπαιρνα πίσω, ποτέ δε μ' άκουσε ν' αναστενάξω. Διαρκώς μ' έxανε στον έρωτα κι ολοένα τον παράσυρα στο κενό, σαν να του γέμιζα το στόμα στάχτη.

Ο Γιώργος μού τα επανάλαβε αυτά τα καραγατσικά και με ποικίλες ξούρες ότι σαν να γλίτωσε επιτέλους κι αυτός από σαράκι. Με ρωτούσε επιπλέον αν θυμάμαι εκείνο το πρωί στην Κηφισιά που με θερμοπαρακαλούσε να μη χωρίσουμε. Ένα νεύμα μου θα 'ταν αρκετό. Μα εγώ; Τον κοίταζα με σβησμένα μάτια, καταχθόνιο θύμα. Αδιάφορη και πονεμένη σαν να μ' είxε διαψεύσει και σαν να 'μουν ο θεός που τον καταδίκαζα.

Διάβαζα και ξαναδιάβαζα αυτό το γράμμα, μου ήταν δύσκολο να καταλάβω τι άλλο ήθελε από μένα. Πόσο πολύ ακόμη έπρεπε να με πληγώσει. Μα δεν είχα πια κανέναν απ' τους παλιούς ανάγκη. Κάθε μέρα και περισσότερο σιγουρευόμουν ότι θα περπατήσω χωρίς τα δεκανίκια που ο καθένας μού δάνειζε για δική του αποθέωση.


Από το βιβλίο της Μάρως Δούκα Η αρχαία σκουριά
εκδ. Κέδρος, 1981

Ετικέτες ,

Σίλαρντ Μπόρμπεγυ: Χριστολογική επιστολή

25 Αυγ 2010


1.
Στην αρχή οι Χριστιανοί δυσφορούσαν
για τους λεπτούς τρόπους των Ελλήνων.
Το ίδιο ένιωθαν για τη Ρώμη της αυτοκρατορικής περιόδου,
για τη λατρεία της επιτυχίας που έτρεφαν οι Λατίνοι.
Τα δικά τους Θεοφάνεια, τα μυστικά
που τους έτρεφαν, αφορούσαν την απελπισία και τη συμπάθεια
που ένιωθαν ο ένας ταπεινωμένος για τον άλλον.

Κι όμως, τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στα ελληνικά:
λαλιά του θαύματος, γλώσσα των τεχνών.
Ο Έλληνας Χριστός, που ζούσε στην Αρκαδία, έσπειρε τα λόγια της ειρήνης,
της αλήθειας και της φιλίας. Ισορροπώντας ανάμεσα στο ανθρώπινο
και στο θεϊκό στοιχείο, δεν αύξησε το βιος του υποφέροντας.
Το μαρτύριο είναι όπως ο θάνατος, δεν έχει κανένα βάρος
διότι τίποτε δεν τον ακολουθεί. Ήταν λοιπόν ο Καλός Ποιμήν,
ο φίλος των αμνών. Οι φιλόσοφοι της Στοάς γνώριζαν βέβαια τι σήμαινε
ο τρόμος της ζωής, που μόνο εκείνος τον οποίον όλοι εγκατέλειψαν
οφείλει να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο. Ιδού τι δίδασκε το Σώμα
από τα ύψη του Σταυρού, μετεωριζόμενο μεταξύ Γης και Ουρανού.
Αλλά οι φιλόσοφοι ήξεραν ήδη τι σήμαινε
να στέκεσαι μπροστά στο Τίποτα. Οι Έλληνες ανακάλυψαν θεούς
μέσα στη γλώσσα, ενώ οι Ευρωπαίοι μελέτησαν

τη σχέση που συνδέει τη Λέξη με το Πράγμα.
Οι Ευρωπαίοι ήθελαν να μάθουν τι απογίνονται οι λέξεις
όταν η Ψυχή μεταβεί στο βασίλειο του θανάτου, τι παθαίνουν
τα πράγματα, το Σώμα, π.χ. ως πράγμα, μετά την τελική κρίση.
Οι Χριστιανοί μελέτησαν πάντως τις σχέσεις λέξεων και κινήσεοον.

2.
... ...


Szilárd Borbély
Μετάφραση (από τα αγγλικά) : Γιώργος Βέης



Από την Ανθολογία Νέων Ούγγρων Ποιητών "Η κοινή μας φούγκα"
Εκδ. Γαβριηλίδης, 2010


(φωτογραφία: litera.hu)

Ετικέτες

Επιστολαί προς μνηστήν - Γράμμα 15ον

3 Αυγ 2010


Εν Αθήναις, 12 Μαΐου 1926.
Χαριτωμένη,

Ημέρας πλείστας έχω να λάβω γράμμα σου. Φαίνεσαι ότι έπεσες με τα μούτρα εις τας εργασίας. Για να μου δείξης, ίσως, ότι εάν πρώτα είχες τέλειον ραχατηλίκι και είχες παραμελήσει τα οικιακά σου έργα και τα κεντήματα, τούτο ωφείλετο εις εμέ που σε απησχόλουν. Φρονώ όμως ότι δεν είνε συμπεριφορά αυτή προς μνηστήρα απουσιάζοντα. Άλλαι μνησταί εις παρόμοιας περιστάσεις όχι μόνον κάθε ημέραν επικοινωνούν με το αγαπητόν τους πρόσωπον, αλλά και από την ανυπομονησίαν τους χάνουν και τον ύπνον των. Υμείς όμως, αντί να χάσετε, εκερδίσατε πολύν ύπνον από της αναχωρήσεως μου και εντεύθεν. Επιθυμώ (για να μη σας παρεξηγήσω ότι η προς εμέ εκτίμησις κλπ. εψυχράνθη από την απουσίαν μου) να μου γράφετε καθ' εκάστην και εν εκτάσει, με πάσαν λεπτομέρειαν και τρυφερότητα. Ή περιμένεις να έλθω αυτόθι να μου τα είπης όλα μαζεμένα; Εγώ, ηξεύρεις, ότι απεχθάνομαι την προφορικήν πολυλογίαν, ενώ την γραπτήν ρητορείαν σου πάντοτε απολαμβάνω. Πρώτα-πρώτα εις την προφορικήν ομιλίαν σου διάφοροι αδιάκριτοι και αγενείς σε διακόπτουν και έτσι δεν σ' αφήνουν να εκφράζης πλήρως τας σκέψεις σου. Ενώ όταν γράφης ανεμπόδιστα αποκαλύπτεται όλη η σκέψις σου, την οποίαν λαμπρύνει και το κομψόν ύφος σου. Γράφε, λοιπόν, δεσποινίς, και μιμήσου τουλάχιστον εις αυτό τον μνηστήρα σου.

Ο εκλεκτός της καρδίας σου
κύριος Ιάκωβος


Από το βιβλίο των Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου και
Ηλία Πετρόπουλου Επιστολαί προς μνηστήν

εκδ. Νεφέλη, 1998

Η εικόνα είναι του Αλέκου Φασιανού, από το βιβλίο.

Ετικέτες ,