γράμμα σε χαρτί |
Πινακοθήκη: Julius LeBlanc Stewart (1855-1919)26 Ιαν 2013Νικηφόρος Βρεττάκος: Γράμμα με χαμηλωμένον ήλιο18 Ιαν 201310 του Οχτώβρη Απόγευμα στη Σαλαμίνα. Η μέρα μοιάζει ως να φωτίζεται από ένα τέταρτο φεγγαριού. Ωστόσο φέγγει λίγο ακόμα. Βλέπω να σου γράψω. Όχι πως θα 'ναι αυτό το τελευταίο μου γράμμα. Πάντα θα βρίσκει μιαν αχτή η ψυχή μου να μουρμουρίζει παφλάζοντας ασταμάτητα, φορτωμένη παράπονα και σπινθήρες. Όμως σήμερα τα νερά της διευθύνονται κατά πάνω σου. Έρχομαι από μακρυά θητεία κι' ήθελα να τελειώσω, να μην κρατήσω ούτε μια λέξη για ύστερα, όμως δεν μπορώ, γιατί η ψυχή μου αναβλύζει χοχλάζοντας, δεν ξέρω από πού, σα να 'χει μπηγμένη μια φλέβα εκεί πάνω που ανατέλλουν αστέρια και πηγάζουνε γαλαξίες, ατέλειωτοι κι' ανεξάρτητοι. Μια φλέβα στο άπειρο. Και πρέπει να γράφω, γιατί αλλοιώς θα 'μαι μόνος, χωρίς αδελφούς κι' άλλα πλάσματα. Γιατί όταν γράφουν τα χέρια μου είναι σα να δίνονται σε όλο τον κόσμο. Έχει περάσει καιρός κι' αποθύμησα. Ώρα λοιπόν, να ξανασυναντηθώ με τον κόσμο μου. Ώρα να βρω να περπατήσω: όχι στου Μάη τα περιβόλια. Όχι σε κάμπους σπαρμένους θυμάρι και γαλήνη για πρόβατα, αλλά εκεί που ξοδεύτηκε ως τώρα η ψυχή μου. Εκεί που βουλιάζεις στη θλίψη ως το γόνατο. Σε μέρη που ποτές δεν ακούστηκαν καμπάνες του Πάσχα. Εκεί που βαδίζει κανείς ψηλαφώντας τη νύχτα, εκεί που τρεκλίζει, μονολογώντας κι' αναστενάζοντας: «Μητέρα μου, δος μου το χέρι σου...» χωρίς να 'σαι βέβαιος πως θα της δώσεις εσύ το δικό σου, χωρίς να 'σαι βέβαιος για την αξία της σωτηρίας. Εκεί, που ως να μη σου ταιριάζει ημέρα, προχωρείς μουρμουρίζοντας: «αδέρφια, ξεχάστε με...» κι' εξακολουθείς την πορεία σου προς τα κει, που κάποιος πρέπει να παραστέκεται, για να μπορεί, σε μιαν ώρα που χρειάζεται, να δείξει σε κάποιον άλλο το δρόμο. Μπορεί να περάσει ο Χριστός, ένας Νέγρος, ο γείτονάς σου. Μπορεί ν' ακούσεις να φωνάζουν βοήθεια. Αν ήταν η φωνή σου αυτή κι' ήσουν εσύ ένας άλλος, τι θα 'κανες; (Άφησέ με, Θεέ μου, εκεί που μ' έχεις εγκαταλείψει, Δε θέλω να φύγω. Δεν βλέπω μέσα στο φως που δεν είναι για όλους.) * Αν σου γράφω, δεν είναι γιατί έχω να προσθέσω κάτι στη γη. Είναι αλήθεια πως κάποτες η καρδιά μου χτυπούσε. Ακούγοταν μέσα στο στήθος μου όπως μια θύελλα ακούγεται χωρίς σχήμα και σύνορα, γιομίζοντας το στερέωμα με τις τρομαχτικές οδύνες της εγκυμοσύνης της. Ωστόσο ποτέ δεν ακούστηκε να γεννήσει. Δεν ξέρω πού χάθηκε αυτό το νερό. Σε κανένα λουλούδι δεν αναγνωρίζω το αίμα μου. Σε καμμιά πηγή δεν ακούω τη φωνή μου. Κι' αν θέλεις να σου ειπώ την αλήθεια, αυτό μόνον είμαι: με το κεφάλι μου ακουμπισμένο πάνω σε μιαν ελπίδα κοιμάμαι, όπως ο γέρος μπροστά στο τζάκι που σβύνει η φωτιά. * Κι' όμως κάτι φυσάει ακατάπαυτα μες στην καρδιά μου. Κάτι σαν ένας αμετανόητος άνεμος. Κάτι σαν μια τρέλλα ήλιου. Σαν μια πυρκαγιά των σταχυών τον Ιούνιο μήνα. Και πρέπει να γράφω, γιατί τότες τα χέρια μου γίνονται ποταμοί, που γυρεύουν να περικυκλώσουν τον κόσμο με τα περισσεύματα της καρδιάς μου. Γιατί όταν γράφουν τα χέρια μου ξεδιπλώνονται όπως ο Μισισιπής και ο Ρήνος. Μοιάζουν με τα παιδιά της μητέρας που φεύγουνε για το μέτωπο, περιπλανώνται στη γη, όπως ένα κοπάδι ζαρκάδια. Γιατί όταν γράφουν τα χέρια μου χαϊδεύουν και νανουρίζουν. Μοιάζουνε σα να περπατάνε στον ουρανό το δίσκο του φεγγαριού, φωτίζοντας τις διαβάσεις. Επισκέπτονται τους φτωχούς. Γίνονται ιερά σκεύη που υψώνονται. Γίνονται προσκέφαλα, επίδεσμοι, χαιρετίσματα. Γίνονται ήλιοι που σχηματίζουν μικρά αυλάκια παράνομα μέσα στις φυλακές. Μοιάζουνε σα να βρέχει το μεσοκαλόκαιρο. Γίνονται σκόρπια στάχυα στον αγρό του Βοόζ, μπροστοποδιά της Ρουθ να σκουπίζει τα δάκρυά της. Γιατί όταν γράφουν δεν μου ανήκουν τα χέρια μου. Είναι όλου του κόσμου. Ταξιδεύουν σε θάλασσες, περνούν κάμπους, ανεβαίνουν βουνά, φτάνουν ως το στερέωμα, τραβερσώνουν ποτάμια, ρυμουλκούν καράβια που κινδυνεύουν, περιΐπτανται πάνω απ' τα σπίτια. Απαρηγόρητα και γυμνά παρηγορούν και σκεπάζουν. * Σκέψου ποια χέρια λοιπόν, ξεκουράστηκαν μες στα δικά σου. Σκέψου από ποιες ερημιές ήρθανε προς εσένα. Πόσες πληγές έχουν πάνω τους, αόρατες για όλα τα μάτια, χαρακωμένα από ρεμματιές, μουσκεμένα, όπως οι ολόγυμνοι κλώνοι ενός δέντρου μετά τη βροχή. Σκέψου λοιπόν όταν απόψε ή αύριο, ή όταν κάποτε θα τ' αποχαιρετήσεις, πόσους κόσμους θ' αποχαιρετήσεις μαζύ, πόσα σπίτια, πόσα πρόσωπα, δρόμους, κοπιώντες, παιδιά μες στα λίκνα τους, όταν θα τελειώσει η φιλοξενία σου και τα χέρια μου θα σηκωθούνε όπως δυο δίδυμα γεράκια που ανεβαίνουν στον ουρανό, όταν αύριο θα τα προπέμψεις στη μοίρα τους, όπως μια πόρτα που κλείνει νωρίς το χειμώνα κι' ακούγονται αμέσως δέκα άγγελοι σε πορεία, που τρίζουνε λυπημένα τα βήματά τους απ' έξω στο χιόνι. Ας σου κρύψει το πρόσωπο ο χρόνος, ας σου κρύψει το σώμα σου. Ωστόσο τα χέρια σου που ακούμπησαν πάνω τους τα δικά μου θα μείνουν απ' έξω απλωμένα να διακρίνονται στον ορίζοντα όπως διακρίνονται οι γυμνές κορφές του Πενταδάχτυλου. * Και τούτο μου το τραγούδι θα 'ναι το άνθος που θα το φέγγει ανάμεσα στα δάχτυλά σου ο ήλιος και που δε θα 'ναι παρά η μαρτυρία μου για κείνους που θα ρωτούν και που δε θα 'ναι παρά η αλήθεια μου γι' αυτούς που θα μ' αγαπούν, αυτό που στους αιώνες θα μείνει από μένα. Δε θα 'ναι το έργο μου. Δε θα 'ναι τα σπίτια που έχτισα. Δε θα 'ναι τα φράγματα που ύψωσα στους κατακλυσμούς του αιώνα μου. Δε θα 'ναι τα δέντρα που φύτεψα. Θα 'ναι η καρδιά μου. Από την Νέα Εστία, τχ. 682 1 Δεκεμβρίου 1955 (αρχείο ΕΚΕΒΙ) (πρωτότυπη φωτογραφία: artandcity.gr) Ακόμα: - ο Νικηφόρος Βρεττάκος, στα αυτοβιογραφικά - κι άλλα ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου με θέμα τα γράμματα εδώ, στο γράμμα σε χαρτί - για τον Νικηφόρο Βρεττάκο: parnonas.org Ετικέτες Νικηφόρος Βρεττάκος, ΠΟΙΗΜΑΤΑ 6 Ο Πολιτισμός στα χρόνια της Τρικομματικής των Μνημονίων και της Ανέχειας:13 Ιαν 2013"πονάει δόντι, κόβει κεφάλι"
Δελτίο Τύπου
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού 11/1/2013 Ο Αναπληρωτής Υπουργός Πολιτισμού αρμόδιος για θέματα Πολιτισμού κ. Κώστας Τζαβάρας αποφάσισε να δρομολογήσει τις απαραίτητες διαδικασίες για την κατάργηση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ). Ο Αναπληρωτής Υπουργός στάθμισε όλα τα δεδομένα της λειτουργίας του ΕΚΕΒΙ και αποφάσισε ότι στο εξής η κρατική πολιτική για το βιβλίο θα ασκείται από τη σχετική διεύθυνση της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού του ΥΠΑΙΘΠΑ. Αναφορικά με το θέμα των εργαζομένων θα κατατεθεί σχετική νομοθετική ρύθμιση που θα λαμβάνει υπόψιν την προστασία τους, ενώ για το πρόγραμμα «Φιλαναγνωσία», έχουν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα για την απρόσκοπτη συνέχιση του. Μόνον για το πρόγραμμα "Φιλαναγνωσία";!;!; Και τι θα γίνει με τα υπόλοιπα προγράμματα, την Βιβλιονέτ, τα αρχεία, και τις βάσεις δεδομέων του ΕΚΕΒΙ, κύριε Υπουργέ του Πολιτισμού; Eίστε αποφασισμένος να καταστρέψετε όλη αυτή τη σημαντική δουλειά, όλον αυτό τον πολιτιστικό θησαυρό; Links: - ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ του " Degas: και το ΕΚΕΒΙ για το σκυλάκι σας,εξοχότατε... - ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ: Η κατάργηση του ΕΚΕΒΙ - BΙΒΛΙΟΚΑΦΕ: ΕΚΕΒΙ: Το χρονικό ενός προαποφασισμένου θανάτου - ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ ΝΟΜΟΥ ΕΒΡΟΥ: Τίτλοι τέλους για το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου - ROSETA BOOKS: OΧΙ στο κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ "ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ": Αποτελείωσαν και το ΕΚΕΒΙ λοιπόν - ΜΟΥΣΙΚΗ-ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ: Δήλωση για την κατάργηση του ΕΚΕΒΙ - PETRIDISRADIO: Ανακοίνωση σχετικά με την απόφαση για κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ (της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων και Επιστημόνων Πληροφόρησης ο Γιώργος Κατσίμπαλης προς τον Γιώργο Σεφέρη8 Ιαν 2013Μέθανα, Δευτέρα 3 Αυγούστου 1931 Γιώργο αγαπητέ, Προτού ακόμα φύγω από την Αθήνα με βασάνιζε - όπως ίσως θυμάσαι - η ιδέα της ρίμας για τα Μέθανα. Έβρισκα μονάχα τρεις: Μέθανα - Πέθανα - Μέθα να (ας πούμε) να ξεχάσεις. Αν πετύχαινα και μια τέταρτη, θα σου έγραφα ένα σονέτο αναμνηστικό και... καλοτάξιδο. Αλλά κι έτσι, πραγματοποίησα την πρώτη από τις παραπάνω μ' έναν τρόπο ολότελα απροσδόκητο και κεραυνοβόλο. Δεν είχα καλά - καλά ξεμπαρκάρει και πέφτω απάνω στο μοιραίο άνθρωπο, που βρέθηκε να ξέρει το καλύτερο καπελιό, την πιο φίνα (δήθεν) ρετσίνα, τους διαλεχτότερους μεζέδες, κι είχε κιόλας σε καρτέρι ένα χταπόδι (ψυχή μου!) κρασάτο, μια σκορδαλιά μελιτζάνες (μπαρούτ τζάνουμ!) κι άλλα. Αποτέλεσμα: παρακάθησα στο τραπέζι του κ. Αντιπροέδρου το βράδι σουρωμένος στα καλά. Έτσι την ξακολούθησα και χτες. Έτσι - αμφιβάλλεις; - και σήμερα, κι αύριο, κι ο Θεός να βάλει το χέρι του! Την παραμονή του μισεμού μου βρήκα τον Παγώνη και του έδωσα το γράμμα σου του Παλαμά, που ανέλαβε να το αφήσει σπίτι σου με τα ίδια του τα χέρια. Το έλαβες; Ευκαιρία καλή δόθηκε χτες το απόγευμα και το διάβασα στου προϊσταμένου σου. Του έκαμε - όπως το πρόβλεπα - εξαιρετικήν εντύπωση και σάμπως να τον κλόνισε στις πρώτες πεποιθήσεις του. Με ρώτησε πότε φεύγεις. Του αποκρίθηκα το Σάββατο. Και πρόστεσε: «Yποθέτω πως θα 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει προτού φύγει». Φρόντισε, το λοιπόν, σε παρακαλώ να συμμορφωθείς, χ ω ρ ί ς ά λ λ ο, μ' αυτή του την επιθυμία που ίσως να 'ναι κι υποχρέωση από μέρους σου. Δεν ξέρω. Την Παρασκευή το βράδι έφαγα με το Βάρναλη. Σαν αναπότρεπτη συνέπεια επιθεωρήσαμε ύστερα όσα λαϊκά «σπίτια» έτυχε και δεν έτυχε να ξέρουμε. Τα «Μονοκοτυλήδονα» τα είχε στο στόμα του κι είναι κατενθουσιασμένος μ' όσα δικά σου έτυχε ν' ακούσει - γιατί το βιβλίο σου δεν το 'λαβε κι έχει πικρά παράπονα μαζί σου. Επίμενα πως του το 'στειλες. Συμπέρανε τότε πως χάθηκε και σε θερμποπαρακαλεί να του στείλεις έν' άλλο, στο σπίτι του τούτη τη φορά κι όχι στην Εγκυκλοπαίδεια όπου θα του το ξανασουφρώσουν. Είναι: οδός Ζαλοκώστα 9. Κι εγώ νομίζω πως είναι δίκαιο να του το ξαναστείλεις, και μη λυπηθείς το αντίτυπο, γιατί ο Βάρναλης είναι φίλος καλός και τ ί μ ι ο ς άνθρωπος. Στη «Νέα Εστία» είδα τη συνέχεια της φωτιάς που άναψες: Ο Παράσχος απαντάει στον Άγρα, κι ένας Βαφόπουλος (ποιητής με κάποιο ενδιαφέρον) από τη Σαλονίκη, επεμβαίνει στη συζήτηση υποστηρίζοντας - πολύ σωστά - τη Βαλερική «Φοινικιά» του Παλαμά, ύ σ τ ε ρ α όμως από το δικό μου σημείωμα - πάνε δυο χρόνια - στη «Semaine Egyptienne». Αλλά δεν τελειώνουν εδώ τα πράγματα. Προτού φύγω έδωσα του Άγρα το γνωστό σου μετάφρασμά μου του Bradley μ' ένα σημείωμα, και δημοσιεύεται στο ερχόμενο τεύχος της «Νέας Εστίας» της 15 Αυγούστου. Στο γυρισμό μου ελπίζω να πλασάρω και το γράμμα του Παλ[αμά]. Ύστερα έχουμε και τη μελέτη του Καραντώνη, την «Πυθία» του Ταμπάκη, και τράβα κορδέλλα... Θ' απασχολήσουμε τη βαθυστόχαστη νεοελλ[ηνική] κριτική ολόκληρη τη χρονιά. Εχτός αν τη μουρλάνουμε στ' αναμεταξύ!... Για να κάνουμε όμως a clean job of it ανάγκη πάσα να βγει και το «Propos sur la Poésie» του Valéry. Σε σένα ανήκει να το μεταφράσεις όταν πας στη Λόντρα και να μου το στείλεις για τα περαιτέρω. Γράψε μου αν πήρες το γράμμα μου. Σε φιλώ Γ ι ώ ρ γ ο ς Από την Νέα Εστία, τχ.1278 1η Οκτωβρίου, 1980 (αρχείο ΕΚΕΒΙ) (πρωτότυπη φωτογραφία: Το Βήμα - από αρχείο ΜΙΕΤ) Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 5 |
|||