Αθήνα 1 Απρίλη 1910
Eυγενεστάτη Κυρία
Δυο τρόποι στοχάζομαι πως είναι πρόσφοροι για να φέρη κανείς στη δημοσιότητα ένα φωτεινό κομμάτι μιας ψυχής, κάτι σαν τα γράμματα του αγαπημένου σας. Ή να τα μεταφέρη τα γράμματα τούτα στο δικό του το ύφος, στη δική του τη γλώσσα, να τα μετάφραση να πούμε, να τους δώση μια νέα μορφή, διατηρώντας όλη τους την ουσία, ή να τα βάλη στον τύπο αυτούσια, άγγιχτα, απαράλλαχτα, με θρησκευτική ακρίβεια και πίστη, μένοντας ελεύθερος να πλέξη απάνου σε κείνα όλους τους στοχασμούς που γεννούν, τα αισθήματα που εμπνέουν, τις εξηγήσεις και τα σχόλια που χρειάζονται. Ο πρώτος τρόπος θα μας έδινεν ένα έργο τέχνης, που θα μας συγκινούσε περισσότερο από την ομορφιά του, παρά από την αλήθεια του τη γυμνή και την αντικειμενική, όπως θα μας συγκινούσε ο δεύτερος τρόπος. Ο πρώτος τρόπος είναι πιο πολύ δουλειά ενός ποιητή εξ επαγγέλματος να πούμε (αν είναι επάγγελμα η ποίηση), ενός τεχνίτη της φαντασίας. Για το δεύτερο τρόπο μπορεί εξαίρετα να δουλέψη κι ο ποιητής κι ο μελετητής κι ο άνθρωπος της καρδιάς και κάθε ένας που ξέρει και που θέλει να μας μεταδώση κάτι τι. Στην περίσταση τη δική σας η γνώμη μου είναι πως ο τρόπος ο καλύτερος για να στήσετε κάπου ταιριαστά, μνημείον εσαεί, τη φυσιογνωμία του αγαπημένου σας, είναι να του δημοσιέψετε τα γράμματά του, άγγιχτα και απαραβίαστα, στη γλώσσα τους, όπως σας τα έστελνε. Έτσι θα μας δείξετε την ψυχή του και θα μας αναστήσετε την όψη του, σωστά και ειλικρινά. Το ότι είναι γραμμένα σε καθαρεύουσα θα καταλαβαίνετε κ' εσείς, όσο κι αν χτυπά στο νου σας το ψέμα της γλώσσας τούτης, πως δεν έχει να κάμη τίποτε το ζήτημα τούτο με το ζήτημά μας το γλωσσικό. Το κακό στέκεται στην αρχή της καθαρεύουσας, κι όχι στο τέτοιο ή τέτοιο της μεταχείρισμα από ανθρώπους που είτε από την αγωγή τους, είτε από άλλους λόγους, αυτή τη γλώσσα μεταχειριστήκανε και μεταχειρίζονται για να εκφράσουν τα διανοήματα και τα αισθήματά τους. Άλλο επιτήδευση στη γλώσσα —που αυτό μπορεί να είναι κακό— και άλλο επιτηδευμένη, έτσι από τη γραμματική της, γλώσσα που δε φταίει για τούτο ο άνθρωπος που τη μεταχειρίζεται και που δύνεται και μ' αυτή να παραστήση ό,τι θέλει και να μας συγκινήση. Οί δημοτικιστές χτυπάνε —καλά καλά— την καθαρεύουσα, και όχι τούτον ή εκείνο τον καθαρευουσιάνο. Έτσι πρέπει να νοείται το γλωσσικό μας το ζήτημα.
Τώρα για την άλλη σας την απορία που μου κάνετε την τιμή να με ρωτάτε, η γνώμη μου είναι:
Βέβαια, θα είτανε προτιμότερο, να τα γράφατε τα δικά σας τα λόγια, εκείνα που θα συντροφέψουν τα γράμματά Του, στη γλώσσα μας τη ζωντανή, τη δημοτική, αφού ο νους σας, σας λέει πως έχουμε δίκιο• νους και καρδιά δεν απέχουν τόσο πολύ όσο φαίνονται πως απέχουν, και θα βλέπατε μάλιστα πώς τα σύνορά τους είναι πολύ ανακατωμένα και πως το ένα στοιχείο βοηθά και συμπληρώνει το άλλο. Η αρμονία δε θα χαλούσε, γιατί τα δυο κείμενα θα μένανε πάντα χωρισμένα, και δεν θα ήταν το γλωσσικό εκείνο μέσ' από το ίδιο κοντύλι ανακάτωμα που πολλές φορές πειράζει την καλαισθησία. Θα ήτανε δυο όργανα διαφορετικά που θα συντελούσανε τα δυο στο παίξιμο του ίδιου μουσικού κομματιού, το καθένα με τη δική του νότα. Έπειτα θα δίνατε ένα σημαντικό παράδειγμα, που με το φύλο σας, με το οικογενειακό σας τα’ όνομα, με την κοινωνική σας περιωπή, με την ξεχωριστή σας ατομικότητα, θα βοηθούσε πολύ στην πρόοδο της Ιδέας. Όσο κι αν είναι η ανατροφή μας από το σχολείο και από την παράδοση του γραφτού μας λόγου άλλη, μα τη δημοτική μας τη γλώσσα, την έχουμε όλοι μας, γραμματισμένοι και αγράμματοι, μέσα στο αίμα μας, και με κάποια προσοχή και υπομονή και καλή θέληση, θα μπορούσατε ίσως, και με όλους σας τους δισταγμούς, να θαυματουργήσετε. Έχετε δε πολύ κοντά σας και το φωτεινό παράδειγμα του λαμπρού μας Ίδα. Αυτή είναι η γνώμη μου από την όψη της τη θεωρητική. Μα το συμπέρασμά μου ξέρετε ποιο είναι; Να μη διστάσετε μια στιγμή, και να γράφετε τη γλώσσα εκείνη που μάθατε, που ξέρετε και που τη φοβάστε λιγότερο από την άλλη, την καινούρια, την κάπως επαναστατική, όταν γράφεται. Γιατί το ζήτημα είναι να γράψετε με την καρδιά σας, ελεύτερα, και όχι από αναγκαστική, με το νου σας μονάχα, αναγνώριση, έστω και μιας αλήθειας. Το ζήτημά μας είναι πάντα σχετικό. Και στην περίσταση τη δική σας θα σας ήταν ίσως προτιμότερο να κάνετε τη δουλειά σας με το όργανο, που όσες και αν έχει ατέλειες, το έχετε συνηθισμένο στα χέρια σας, παρά με το ατελέστερο όργανο, που θα σας δυσκόλευε πολύ περισσότερο.
Ελπίζω πως η μνήμη και η αγάπη του άντρα σας θα σας οδηγήσουν πάντα σ' έναν ίσιο δρόμο. Δεν αμφιβάλλω πως το βιβλίο που του ετοιμάζετε θα είναι το πιο ταιριαστό του μνημόσυνο. Σε ό,τι δύναμαι ακόμα να σας χρησιμέψω, σας παρακαλώ να μη διστάσετε να με θυμηθήτε.
Με περισσή τιμή και χαιρετισμούς εγκάρδιους
Κ. Παλαμάς
3, Ασκληπιού
Από τη Νέα Εστία τχ. 1712
Μάιος 1999
(με την φιλολογική επιμέλεια του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου)
Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 5