Ιμπραΐμ Σους: Γράμμα σ' έναν Εβραίο φίλο
30 Σεπ 2010«Kαμιά νίκη δεν ανταμείβει, ενώ κάθε ακρωτηριασμός του ανθρώπου είναι χωρίς επιστροφή», έγραφε ο Αλμπέρ Καμύ στο βιβλίο του «Γράμματα σ' ένα Γερμανό φίλο», όταν οι ορδές των ναζί κυρίεψαν την Ευρώπη. Ξαναδιαβάζοντας τούτη τη φράση που, εδώ και κάμποσο καιρό, έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό μου, σκέφτηκα εσένα. Αποφάσισα να σου γράψω, γιατί παραμένω πεπεισμένος, πως το βαθύ νόημα αυτών των φράσεων δε θα σου διαφύγει σε τούτη την κρίσιμη στιγμή, σ' αυτή την καμπή στην ιστορία της φιλίας μας που διακόπηκε.
Υποφέρω, φίλε μου, γιατί η φωνή σου δεν ακούγεται εδώ και λίγο καιρό, κι αυτό είναι τόσο παράξενο... Όχι, δε θα μιλήσω με υπονοούμενα. Θα μπω κατευθείαν στο θέμα, μ' όλη την ειλικρίνεια που χαρακτήριζε πάντα τις σxέσεις μας.
Από τότε που τα παιδιά της Παλαιστίνης πέφτουν κάτω από τις σφαίρες των Ισραηλινών στρατιωτών, η σιωπή σου με ξαφνιάζει. Δεν την έχω συνηθίσει. Κι ωστόσο, αυτή τη φορά, κόντεψα να μαντέψω τούτη τη βουβαμάρα, τούτη την έντονη σιωπή. Την ένιωσα. Πίστεψα πως ανακάλυπτα μέσα σ' αυτήν την έκφραση εκείνη, τη βουβή αγωνία, που σφίγγει τις καρδιές μιας γενιάς ανθρώπων, οι οποίοι γλίτωσαν απ' τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κάθε φορά που το Ισραήλ βρίσκεται αντιμέτωπο με το αναπόφευκτο δίλημμα, το οποίο μάταια οι Εβραίοι προσπάθησαν να σκεπάσουν εδώ και σαράντα χρόνια. Τι λέω; Εδώ και έναν αιώνα σχεδόν, απ' τη μέρα που ο Theodor Herzl αποφάσισε να ιδρύσει ένα Εβραϊκό Κράτος μέσα σε μια Παλαιστίνη, κατοικημένη από Άραβες.
Σ' ακούω να λες ότι αποδοκιμάζεις τις πράξεις βίας και το ότι ο στρατός πυροβολεί εναντίον των νεαρών διαδηλωτών να λες ακόμη ότι η βία πρέπει να σταματήσει κι απ' τις δυο πλευρές' πως οι νεαροί Παλαιστίνιοι, που πετούν πέτρες στους Ισραηλινούς στρατιώτες, οφείλουν εξίσου ν' αναλάβουν μια κάποια ευθύνη. Θα μου πεις ότι το «αλλά» είναι μια λέξη περιττή' οδηγεί σε σύγxυση. Λέξη επικίνδυνη που μπερδεύει τα σύνορα ανάμεσα στο δήμιο και το θύμα.
Πώς μπορώ να δεχτώ την ιδέα ότι θόλωσε η μνήμη σου; Είχαμε συμφωνήσει, σχεδόν σιωπηλά, ότι το δρόμο που οδηγεί στη συνύπαρξη ανάμεσα στους Άραβες και τους Εβραίους στη γη της Παλαιστίνης, παρόλο που ήταν βασανιστικός και σπαρμένος με παγίδες, άξιζε να τον περπατήσουμε' ο διάλογος μας δε θα 'πρεπε ποτέ να διακοπεί.
Θα ήθελα, λοιπόν, να θεωρήσω ανοιχτή τούτη την επιστολή. Θα είναι αναγκαστικά ασυμπλήρωτη, ημιτελής. Δε θα γράψω το τελευταίο γράμμα, παρά μονάχα την ημέρα που θα καταλάβεις μαζί μου πως η συνύπαρξη οδηγεί στο τέλος της αγωνίας, στην εξουδετέρωση της.
Θυμήσου όταν σου είπα, μετά την πρώτη μας συνάντηση, πόσο λυπόμουν για τα όσα είχαν υποφέρει οι δικοί σου. Εξαιτίας αυτής της τραγωδίας, και ως ένα σημείο χάρη σ' αυτήν, ανακάλυψα την ταυτότητα μου ως ανθρώπου. Θέλησα να επισκεφτώ χωρίς καθυστέρηση τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως για να καταλάβω καλύτερα. Πήγα στο Νταχάου, στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, στο Μαουτχάουζεν και σ' άλλα φοβερά μέρη. Η καρδιά μου σφίxτηκε' από αλληλεγγύη, άφησα ένα κομμάτι της ψυχής μου στα κρεματόρια. Θέλησα ακόμα να οδηγήσω τα βήματα μου ως εκείνα των τυράννων σας, για να μετρήσω το βάθος της αβύσσου. Έψαξα στη Νυρεμβέργη, το στάδιο, εκεί όπου τα πλήθη, απαλλαγμένα από τα δεσμά τους, ούρλιαζαν το μίσος τους. Ρώτησα τον άνεμο' αιχμαλώτισα τον ήχο από τις μανιασμένες κραυγές, ρούφηξα τον ιδρώτα των ερεθισμένων σωμάτων, έψαξα να βρω τις λάμψεις των τρελών βλεμμάτων.
Θυμήσου κι εκείνη τη μέρα, την πρώτη, που σε ρώτησα, γιατί υπήρχε τόση έκπληξη στο βλέμμα σου. Ψιθύρισες τη λέξη «Άραβας». Σου είπα ότι ούτε κι εγώ δεν είχα δει ποτέ πριν έναν Εβραίο. Από τόσο κοντά τουλάχιστον. Όταν ήμουν παιδί, ψηλά απ' το τείχος της Ιερουσαλήμ, παρατηρούσα όσους περνούσαν από τον απαγορευμένο δρόμο, όπου ήταν χτισμένο το σπίτι του παππού μου. Την πρώτη φορά έκανα τη σκέψη: οι Εβραίοι μάς μοιάζουν, δεν είναι οι δαίμονες που στριφογυρίζουν αδιάκοπα στη μνήμη μου, η οποία είχε σβηστεί από κείνη τη φοβερή μέρα του Μάη του 1948, όταν κάτω από τις βόμβες η οικογένεια μου πήρε το δρόμο της εξορίας. Ήμουν πάρα πολύ μικρός για να θυμάμαι συγκεκριμένα, για να κάνω ένα περίγραμμα, ένα φυσικό σxήμα μ' όλους τους ανθρώπους, που πέρασαν από τα παιδικά μου χρόνια. Ορισμένοι απ' αυτούς τους ανθρώπους ήταν Εβραίοι, γείτονες, οικογενειακοί φίλοι.
Κι όταν άκουσες τη φωνή μου, όταν μ' άκουσες να λέω κάποια λόγια (αν και ήταν κουβέντες καθησυχαστικές) διάβασα μες στα μάτια σου: για δες, αυτός (ο Άραβας; ίσως όχι ακόμα, για σένα, εκείνη την εποχή, ο Παλαιστίνιος;) μου μοιάζει. Και τούτο συνέβη, επειδή η μνήμη σου ήταν μπλοκαρισμένη από διαστρεβλωμένες εικόνες και ψεύτικα πρότυπα.
Εκείνη τη μέρα, μπροστά σου, εξέφρασα την πεποίθηση μου ότι Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί δεν μπορούσαν να ζουν για πάντα χωρισμένοι από τα συρματοπλέγματα'
... ...
Από τo βιβλίο του Ιbrahim Souss Γράμμα σ' έναν Εβραίο φίλο
(Lettre a un ami juif)
εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, 1988
Μετάφραση: Ντίνα Κισκίνη
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 2, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ p.