Cathleen Schine: Ερωτικό γράμμα
Η αλληλογραφία της βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα κάτω ακριβώς από το ειδικό άνοιγμα στην πόρτα, σκορπισμένη κι ίσως εξουθενωμένη από το μακρύ ταξίδι ενώ οι πολλοί και διάφοροι, άγνωστοι μεταξύ τους ταξιδιώτες, είχαν ένα μόνο κοινό σημείο κι αυτό ήταν η Έλεν Μακ Φάρκαρ. [...] Της άρεσε πολύ να βλέπει το σκορπισμένο στο πάτωμα ταχυδρομείο της, γεμάτο υποσχέσεις, σαν Κέρας της Αμαλθείας γεμάτο χαιρετισμούς, επιταγές, προσκλήσεις και παντός είδους πληροφορίες, σαν φρούτα που ξεχειλίζουν από τη γαβάθα - η καθημερινή σοδειά μιας συνηθισμένης ζωής, μόλο που, όπως αποδεικνυόταν τελικά, τα περισσότερα γράμματα δεν ήταν παρά διαφημιστικά φυλλάδια πλυντηρίων αυτοκινήτων και πιστωτικών καρτών που είχε ήδη, λογαριασμοί και αποδείξεις λογαριασμών, δελεαστικά ιπποδρομιακά λαχεία με το όνομά της γραμμένο ανορθόγραφα. Υπήρχαν όμως και χειρόγραφα νέων βιβλίων που της τα έστελναν ευελπιστώντες εκδότες ή αδημονούντες φίλοι από τον κόσμο που άφησε πίσω της, Γράμματα ή καρτποστάλ από παλιούς γείτονες, από συμμαθητές της στο κολέγιο, από τη μητέρα της που της άρεσαν τα ταξίδια ή από πελάτες που της ζητούσαν πληροφορίες.
Εκείνη την Τετάρτη υπήρχαν πολλά γράμματα, μια στοίβα μεγάλοι κίτρινοι φάκελοι, μερικοί μακρόστενοι άσπροι, επαγγελματικοί, και λίγο πιο μικροί, τετράγωνοι σε χρώμα εκρού ή σιελ. "Αγαπητή Φίλη". Έτσι άρχιζαν κάποια, αλλά βέβαια δεν ήταν ούτε αγαπητή, ούτε φίλη του αποστολέα. "Αγαπητό μέλος", άρχιζαν κάποια άλλα, αλλά δεν ήταν μέλος ούτε είχε διάθεση να γίνει, ασχέτως πόσες φορές θα την επέλεγαν και θα ενέκριναν εκ των προτέρων την εγγραφή της. "Αγαπητέ Κύριε"; Όχι, αυτό σίγουρα όχι... "Αγαπητέ Δημότη". Ναι, αυτό εντάξει. Της άρεσε ο ήχος. Άλλωστε ήταν δημότης. Ποιος δεν είναι τελικά δημότης κάποιου δήμου;
Ανέβηκε επάνω κι έφτιαξε άλλον ένα καφέ πριν περάσει στο «Αγαπητέ Αναγνώστη». Ωραιότατα, σίγουρα είμαι αναγνώστρια, κι όχι αναγνώστης, σκέφτηκε και άφησε παράμερα το γράμμα, αδιάβαστο. Ακολούθησαν μερικά, «Αγαπητή Έλεν». Έξοχα. Και το καλύτερο απ' όλα, ένα γράμμα που άρχιζε με την προσφώνηση, «Αγαπημένη μου μαμά». Πώς κι έφτασε τόσο γρήγορα γράμμα από την Έμιλι; Μόλις χθες την πήγε στην κατασκήνωση και το γράμμα είχε ταχυδρομηθεί πριν δύο μέρες. Η Έλεν χαμογέλασε. Το γράμμα αυτό είχε προορισμό να την υποδεχτεί εδώ, στο μαγαζί, και να ανακουφίσει τη μοναξιά της και γι' αυτό η Έμιλι είχε φροντίσει να το στείλει πριν φύγει. Η Έλεν το ακούμπησε στο μάγουλό της σαν να ήταν κι αυτό μάγουλο.
Αγαπημένη μου μαμά,
Βάζω στοίχημα πως σου λείπω ήδη! Βάζω στοίχημα ότι θα περάσω υπέροχα στην κατασκήνωση. Σίγουρα θα βρω μια καινούργια φίλη. Ποιο να είναι τάχα το όνομά της; Ελπίζω να μην υπάρχουν εδώ δηλητηριώδεις κισσοί.
Σ' αγαπώ, φιλάκια,
Έμιλι
(Η μία, υπέροχη και μοναδική!!!
Σύντομα στους κινηματογράφους
η ταινία που πρωταγωνιστεί η Έμιλι,
η μία και μοναδική...)
Αναρωτήθηκε αν είχε λάβει και η Έμιλι το γράμμα της - εκείνο που της έστειλε κατά τον ίδιο τρόπο εγκαίρως, ώστε να περιμένει την Έμιλι όταν θα ξυπνούσε την πρώτη της μέρα στην κατασκήνωση, για να την ανακουφίσει στη μοναξιά της. Να καθόταν άραγε τώρα στο κρεβάτι της και να το διάβαζε στο χλομό πρωινό φως του δάσους που έμπαινε στην κουκέτα, όπως διάβαζε και η Έλεν το γράμμα της Έμιλι ξανά και ξανά;
Εκείνη την Τετάρτη ήταν πλούσια η σοδειά σε επιστολές. Άλλη μια ικανοποίηση που ωρίμασε σαν μήλο και ζέστανε το σημείο εκείνο της γης που διάλεξε η Έλεν για να ξεφύγει από το συναίσθημα του ανικανοποίητου που την κατεδίωκε. Άνοιξε το γράμμα της μητέρας της και ύστερα το έβαλε αδιάβαστο στην τσέπη της.
Κάθησε στον καναπέ που είχε στο μπροστινό δωμάτιο του μαγαζιού και άρχισε να ξεδιαλέγει τους υπόλοιπους φακέλους. Υπήρχε ένα γράμμα από έναν φίλο της ψυχίατρο με εσώκλειστο ένα άρθρο του για τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ της μανιακής και της υπερβολικής συμπεριφοράς των ανθρώπων που ανήκουν στην κατηγορία των πολύ πλουσίων. Ο Τζορτζ είχε σημειώσει στο περιθώριο: Όπως είπε και η Ντόροθι Πάρκερ όταν πέθανε ο Κούλιντζ, «Πού να ξέρεις πια;». Υπήρχε επίσης ένα προσκλητήριο για τον γάμο της εξαδέλφης της τής Τζούντι και μια επίσημη επαγγελματική επιστολή από τον Νταν, τον πρώην της, σχετικά με τις κατασκηνωτικές δαπάνες της Έμιλι. «Γεια χαρά! Διάβασες κανένα καλό βιβλίο τελευταία;» είχε σημειώσει στο τέλος. «Δικός σου, Νταν». Ο Νταν, που ήταν παλιά εκδότης σχολικών βιβλίων αλλά εγκατέλειψε τις εκδόσεις, σπούδασε οικονομικά και θησαύρισε ως τραπεζικός επενδυτής, είχε τις αμφιβολίες του σχετικά με την καριέρα που ακολούθησε η Έλεν μετά τον γάμο.
Συμπλήρωσε προσεκτικά τις επιταγές και τους λογαριασμούς, πέταξε τα άχρηστα διαφημιστικά φυλλάδια στον κάλαθο των αχρήστων και τα είδε, με μάτι εύθυμο, να βυθίζονται για πάντα στη λησμονιά. Μετά κοίταξε αφηρημένα στην άκρη του καναπέ, όπου περίμεναν κι άλλοι φάκελοι και γράμματα. Τότε το είδε. Ήταν ένα άσπρο φύλλο χαρτί παράξενα διπλωμένο, που προεξείχε από τους υπόλοιπους επίπεδους φακέλους, τσακισμένο στη μέση, ακανόνιστο και ασύμμετρο, σαν μικροσκοπικό περίσσευμα εκτός τόπου.
Η Έλεν το έπιασε αφηρημένα. Ήπιε μια γουλιά καφέ κρατώντας το τσαλακωμένο γράμμα στο χέρι. Αργότερα, όταν το ξανασκέφτηκε, θυμήθηκε πόσο παράταιρο φάνταζε αυτό το γράμμα, σαν δηλητηριώδες μανιτάρι μέσα στο περιβόλι της αλληλογραφίας της, πόσο παράταιρα ξεπρόβαλλε ανάμεσα από τα λεία στρώματα που σχημάτιζαν τα υπόλοιπα. Το ξεδίπλωσε μηχανικά κι άρχισε να διαβάζει...
Εκείνη την Τετάρτη υπήρχαν πολλά γράμματα, μια στοίβα μεγάλοι κίτρινοι φάκελοι, μερικοί μακρόστενοι άσπροι, επαγγελματικοί, και λίγο πιο μικροί, τετράγωνοι σε χρώμα εκρού ή σιελ. "Αγαπητή Φίλη". Έτσι άρχιζαν κάποια, αλλά βέβαια δεν ήταν ούτε αγαπητή, ούτε φίλη του αποστολέα. "Αγαπητό μέλος", άρχιζαν κάποια άλλα, αλλά δεν ήταν μέλος ούτε είχε διάθεση να γίνει, ασχέτως πόσες φορές θα την επέλεγαν και θα ενέκριναν εκ των προτέρων την εγγραφή της. "Αγαπητέ Κύριε"; Όχι, αυτό σίγουρα όχι... "Αγαπητέ Δημότη". Ναι, αυτό εντάξει. Της άρεσε ο ήχος. Άλλωστε ήταν δημότης. Ποιος δεν είναι τελικά δημότης κάποιου δήμου;
Ανέβηκε επάνω κι έφτιαξε άλλον ένα καφέ πριν περάσει στο «Αγαπητέ Αναγνώστη». Ωραιότατα, σίγουρα είμαι αναγνώστρια, κι όχι αναγνώστης, σκέφτηκε και άφησε παράμερα το γράμμα, αδιάβαστο. Ακολούθησαν μερικά, «Αγαπητή Έλεν». Έξοχα. Και το καλύτερο απ' όλα, ένα γράμμα που άρχιζε με την προσφώνηση, «Αγαπημένη μου μαμά». Πώς κι έφτασε τόσο γρήγορα γράμμα από την Έμιλι; Μόλις χθες την πήγε στην κατασκήνωση και το γράμμα είχε ταχυδρομηθεί πριν δύο μέρες. Η Έλεν χαμογέλασε. Το γράμμα αυτό είχε προορισμό να την υποδεχτεί εδώ, στο μαγαζί, και να ανακουφίσει τη μοναξιά της και γι' αυτό η Έμιλι είχε φροντίσει να το στείλει πριν φύγει. Η Έλεν το ακούμπησε στο μάγουλό της σαν να ήταν κι αυτό μάγουλο.
Αγαπημένη μου μαμά,
Βάζω στοίχημα πως σου λείπω ήδη! Βάζω στοίχημα ότι θα περάσω υπέροχα στην κατασκήνωση. Σίγουρα θα βρω μια καινούργια φίλη. Ποιο να είναι τάχα το όνομά της; Ελπίζω να μην υπάρχουν εδώ δηλητηριώδεις κισσοί.
Σ' αγαπώ, φιλάκια,
Έμιλι
(Η μία, υπέροχη και μοναδική!!!
Σύντομα στους κινηματογράφους
η ταινία που πρωταγωνιστεί η Έμιλι,
η μία και μοναδική...)
Αναρωτήθηκε αν είχε λάβει και η Έμιλι το γράμμα της - εκείνο που της έστειλε κατά τον ίδιο τρόπο εγκαίρως, ώστε να περιμένει την Έμιλι όταν θα ξυπνούσε την πρώτη της μέρα στην κατασκήνωση, για να την ανακουφίσει στη μοναξιά της. Να καθόταν άραγε τώρα στο κρεβάτι της και να το διάβαζε στο χλομό πρωινό φως του δάσους που έμπαινε στην κουκέτα, όπως διάβαζε και η Έλεν το γράμμα της Έμιλι ξανά και ξανά;
Εκείνη την Τετάρτη ήταν πλούσια η σοδειά σε επιστολές. Άλλη μια ικανοποίηση που ωρίμασε σαν μήλο και ζέστανε το σημείο εκείνο της γης που διάλεξε η Έλεν για να ξεφύγει από το συναίσθημα του ανικανοποίητου που την κατεδίωκε. Άνοιξε το γράμμα της μητέρας της και ύστερα το έβαλε αδιάβαστο στην τσέπη της.
Κάθησε στον καναπέ που είχε στο μπροστινό δωμάτιο του μαγαζιού και άρχισε να ξεδιαλέγει τους υπόλοιπους φακέλους. Υπήρχε ένα γράμμα από έναν φίλο της ψυχίατρο με εσώκλειστο ένα άρθρο του για τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ της μανιακής και της υπερβολικής συμπεριφοράς των ανθρώπων που ανήκουν στην κατηγορία των πολύ πλουσίων. Ο Τζορτζ είχε σημειώσει στο περιθώριο: Όπως είπε και η Ντόροθι Πάρκερ όταν πέθανε ο Κούλιντζ, «Πού να ξέρεις πια;». Υπήρχε επίσης ένα προσκλητήριο για τον γάμο της εξαδέλφης της τής Τζούντι και μια επίσημη επαγγελματική επιστολή από τον Νταν, τον πρώην της, σχετικά με τις κατασκηνωτικές δαπάνες της Έμιλι. «Γεια χαρά! Διάβασες κανένα καλό βιβλίο τελευταία;» είχε σημειώσει στο τέλος. «Δικός σου, Νταν». Ο Νταν, που ήταν παλιά εκδότης σχολικών βιβλίων αλλά εγκατέλειψε τις εκδόσεις, σπούδασε οικονομικά και θησαύρισε ως τραπεζικός επενδυτής, είχε τις αμφιβολίες του σχετικά με την καριέρα που ακολούθησε η Έλεν μετά τον γάμο.
Συμπλήρωσε προσεκτικά τις επιταγές και τους λογαριασμούς, πέταξε τα άχρηστα διαφημιστικά φυλλάδια στον κάλαθο των αχρήστων και τα είδε, με μάτι εύθυμο, να βυθίζονται για πάντα στη λησμονιά. Μετά κοίταξε αφηρημένα στην άκρη του καναπέ, όπου περίμεναν κι άλλοι φάκελοι και γράμματα. Τότε το είδε. Ήταν ένα άσπρο φύλλο χαρτί παράξενα διπλωμένο, που προεξείχε από τους υπόλοιπους επίπεδους φακέλους, τσακισμένο στη μέση, ακανόνιστο και ασύμμετρο, σαν μικροσκοπικό περίσσευμα εκτός τόπου.
Η Έλεν το έπιασε αφηρημένα. Ήπιε μια γουλιά καφέ κρατώντας το τσαλακωμένο γράμμα στο χέρι. Αργότερα, όταν το ξανασκέφτηκε, θυμήθηκε πόσο παράταιρο φάνταζε αυτό το γράμμα, σαν δηλητηριώδες μανιτάρι μέσα στο περιβόλι της αλληλογραφίας της, πόσο παράταιρα ξεπρόβαλλε ανάμεσα από τα λεία στρώματα που σχημάτιζαν τα υπόλοιπα. Το ξεδίπλωσε μηχανικά κι άρχισε να διαβάζει...
Από το βιβλίο της Κάθλιν Σάιν Ερωτικό Γράμμα
Εκδόσεις Ενάλιος
μτφ: Καίτη Οικονόμου
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 1