Ρήγας: Ραβάσια της Βριζίδ και του Λεάνδρου
Ραβάσι της Βριζίδ προς τον Λέανδρον:
Άπονε Λέανδρε,
Δεν ημπορώ πλέον να ζήσω. Έχασα την ησυχίαν μου. Τα δάκρυά μου δεν έπαυσαν από την ευτυχέστατην εκείνην ώραν της κρυφής ανταμώσεώς μας. Στιγμήν δεν ευρίσκω να σε ειπώ τα τι τραβώ. μα άραγε και να ήμουν αρκετά ευτυχής διά να σε τα ξεστομίσω κατά μόνας, με έδιδες ακρόασιν, άσπλαγχνε; ήθελες με συμπονέσει; εσφούγγιζες τα πύρινα δάκρυά μου; με επαρηγορούσες; με αξίωνες την αγάπην σου;... Αχ, η κακορίζικη, τι χρειάζονται... συμπεράσματα; δεν βλέπω το πράγμα οφθαλμοφανώς; η μεγάλη σουαδιαφορία δεν με πληροφορεί την κρυότητα της καρδιάς σου; αυτή η προσοχή του να μην με συναπαντήσης την αθλίαν μονάχην, δεν είναι ένα φανερώτατον σημείον του μίσους οπού θρέφεις διά λόγου μου; Σκληροκάρδιε Λέανδρε, τίγρης αν ήσουν, έπρεπε να λυπηθής μίαν δυστυχισμένην, οπού φλογίζεται από τον έρωτά σου. Τα σπλάγχνα σου πέτρινα είναι; δεν ενθυμάσαι καν εκείνην την υπόσχεσιν οπού με έδωσες ότι με αγαπάς; ότι θέλεις με αγαπήσει, ότι να έχω υπομονήν, και θέλεις κάμει την ευτυχίαν μου; Αχάριστε, έτσι ανταποκρίνεσαι εις την τρυφερωτάτην αγάπην μου; Αχ... δέξου με καν διά θυσίαν σου, και ύστερον απέλπισέ με. ας γένω ολοκαύτωμά σου και ας πεθάνω την ίδιαν στιγμήν. Λέαδρε, φως μου, ας μην υποφέρη η ευγενική καρδιά σου να θανατωθώ, προτού σε ανταμώσω. Ένα γγίξιμον του χεριού σου, ένας παρηγορητικός λόγος σου, μία παραμικρά συμπόνεσίς σου, είναι ικανή να με δώση την ζωήν, να με αναστήση, να με χαροποιήση, να με ευχαριστήση. Αυθέντη μου Λέανδρε, το να σε βλέπω κάθε στιγμήν και να μην ημπορώ να σε συντύχω, στοχάσου τι κόλασις, τι βασανισμός είναι διά μίαν κακορίζικην οπού νιώθει λάβραν εις το πονεμένον στήθος της. Τόσος καιρός είναι οπού η άσβεστη φλόγα της χρυσής αγάπης σου με κατακαίει, τα σπλάγχνα μου θερίζονται εις κάθε μου αναπνοήν, όταν σε ενθυμούμαι η καημένη. Λυπήσου με καν και καταδέξου μίαν και μόνην φοράν να ανταμωθούμεν, να σε ειπώ κάτι μυστικά, οπού δεν ημπορώ να τα γράψω, και ύστερον, αν δεν με αγαπάς, με βίαν αμόρι δεν γίνεται. Την Κυριακήν πουρνό πουρνό, οπού πηγαίνουν όλοι στην εκκλησίαν, καμώνομαι πως είμαι άρρωστη, κάθομαι εις το σπίτι και αφεύκτως σε προσμένω. Ψυχή μου Λέανδρε, ας είναι διά την ζωήν σου, να μη χαλάσης το χατίρι μου, και μένω ολάκερη εις τους ορισμούς σας
η γνωστή
Ραβάσι του Λεάνδρου προς την Βριζίδ:
Αδελφή,
Ανέγνωσα το παραπονετικόν ραβάσι σου και απόρησα βλέποντας να με ονομάζης σκληρόν, άσπλαγχνον και αχάριστον εις την αγάπην σου. Εγώ ο δυστυχής δεν σε έδωσα την παραμικρήν αιτίαν, διά να συλλάβης έρωτα περί εμού. Δεδόσθω ότι συνέλαβες, χωρίς να το θέλης, και δεν ημπόρεσες να το κρύψης, με τοεξεμυστηρεύθης. Εγώ τι σε είπα; Με κάθε ειλικρίνειαν ψυχής ωμολόγησα ότι αμόρι να μεταχειρισθώ ικανός δεν είμαι, διά τα αίτια οπού σε επαρίθμησα, πολλώ μάλλον να υπανδρευθώ. Ευχαριστήθηκες εις μίαν απλήν αγάπην. σε υποσχέθηκα να φέρωμαι ωσάν αδελφός σου. Τούτο αν δεν σε εξαρκή, τι ημπορώ να βοηθήσω ο πτωχός περισσότερον;... Το γράμμα σου με έκαμε να χύσω δάκρυα, η απελπισία σου με σκοτώνει. Δεν με φθάνουν τα κρίματά μου, μόνον να έμβω και εις το αίμα σου; Σε παρακαλώ, να ζουν τα μάτια σου, αφήσου από έναν κακορίζικον, οπού δεν ημπορεί να εκπληρώση τα θελήματά σου. Στοχάσου πως είναι μάταια όλα τα κινήματά σου, πως φθείρεις την ζωήν σου με αυτήν την αθεμελίωτην ελπίδα σου. Αν ήμουν κανένας πονηρός άνθρωπος, ήθελα σε απατήσει, ήθελα κακομεταχειρισθή την εξουσίαν οπού με δίδεις. Πλην η καθαρά μου συνείδησις με εμποδίζει από το να φερθώ ωσάν ένας άτιμος. Δεν υποφέρει η καρδιά μου να γένης ολοκαύτωμά μου. Αν μονάχη σου αμελής και χρέος και τιμήν και συστολήν και τα καθήκοντά σου, ο φίλος σου, ο Λέανδρός σου, οπού τον ονομάζεις αχάριστον, κρίνει αναγκαίον να σε βοηθήση εις μίαν τοιαύτην περίστασιν. Το να ανταμωθώμεν κατά μόνας είναι επικίνδυνον και εις τους δύο μας. Λοιπόν, ησύχασε, κερά μου, αφήσου από αυτήν την ιδέαν οπού σε βασανίζει και ευχαριστήσου εις την αδελφικήν αγάπην, την οποίαν θέλεις εύρει εις εμένα μέχρι τάφου, και μένω
ο γνωστός σου
Από το βιβλίο Ρήγας Φεραίος: Σχολείον των ντελικάτων εραστών - εκδ. Εστία, 1994
(εικόνα: brown.edu)
Άπονε Λέανδρε,
Δεν ημπορώ πλέον να ζήσω. Έχασα την ησυχίαν μου. Τα δάκρυά μου δεν έπαυσαν από την ευτυχέστατην εκείνην ώραν της κρυφής ανταμώσεώς μας. Στιγμήν δεν ευρίσκω να σε ειπώ τα τι τραβώ. μα άραγε και να ήμουν αρκετά ευτυχής διά να σε τα ξεστομίσω κατά μόνας, με έδιδες ακρόασιν, άσπλαγχνε; ήθελες με συμπονέσει; εσφούγγιζες τα πύρινα δάκρυά μου; με επαρηγορούσες; με αξίωνες την αγάπην σου;... Αχ, η κακορίζικη, τι χρειάζονται... συμπεράσματα; δεν βλέπω το πράγμα οφθαλμοφανώς; η μεγάλη σουαδιαφορία δεν με πληροφορεί την κρυότητα της καρδιάς σου; αυτή η προσοχή του να μην με συναπαντήσης την αθλίαν μονάχην, δεν είναι ένα φανερώτατον σημείον του μίσους οπού θρέφεις διά λόγου μου; Σκληροκάρδιε Λέανδρε, τίγρης αν ήσουν, έπρεπε να λυπηθής μίαν δυστυχισμένην, οπού φλογίζεται από τον έρωτά σου. Τα σπλάγχνα σου πέτρινα είναι; δεν ενθυμάσαι καν εκείνην την υπόσχεσιν οπού με έδωσες ότι με αγαπάς; ότι θέλεις με αγαπήσει, ότι να έχω υπομονήν, και θέλεις κάμει την ευτυχίαν μου; Αχάριστε, έτσι ανταποκρίνεσαι εις την τρυφερωτάτην αγάπην μου; Αχ... δέξου με καν διά θυσίαν σου, και ύστερον απέλπισέ με. ας γένω ολοκαύτωμά σου και ας πεθάνω την ίδιαν στιγμήν. Λέαδρε, φως μου, ας μην υποφέρη η ευγενική καρδιά σου να θανατωθώ, προτού σε ανταμώσω. Ένα γγίξιμον του χεριού σου, ένας παρηγορητικός λόγος σου, μία παραμικρά συμπόνεσίς σου, είναι ικανή να με δώση την ζωήν, να με αναστήση, να με χαροποιήση, να με ευχαριστήση. Αυθέντη μου Λέανδρε, το να σε βλέπω κάθε στιγμήν και να μην ημπορώ να σε συντύχω, στοχάσου τι κόλασις, τι βασανισμός είναι διά μίαν κακορίζικην οπού νιώθει λάβραν εις το πονεμένον στήθος της. Τόσος καιρός είναι οπού η άσβεστη φλόγα της χρυσής αγάπης σου με κατακαίει, τα σπλάγχνα μου θερίζονται εις κάθε μου αναπνοήν, όταν σε ενθυμούμαι η καημένη. Λυπήσου με καν και καταδέξου μίαν και μόνην φοράν να ανταμωθούμεν, να σε ειπώ κάτι μυστικά, οπού δεν ημπορώ να τα γράψω, και ύστερον, αν δεν με αγαπάς, με βίαν αμόρι δεν γίνεται. Την Κυριακήν πουρνό πουρνό, οπού πηγαίνουν όλοι στην εκκλησίαν, καμώνομαι πως είμαι άρρωστη, κάθομαι εις το σπίτι και αφεύκτως σε προσμένω. Ψυχή μου Λέανδρε, ας είναι διά την ζωήν σου, να μη χαλάσης το χατίρι μου, και μένω ολάκερη εις τους ορισμούς σας
η γνωστή
Ραβάσι του Λεάνδρου προς την Βριζίδ:
Αδελφή,
Ανέγνωσα το παραπονετικόν ραβάσι σου και απόρησα βλέποντας να με ονομάζης σκληρόν, άσπλαγχνον και αχάριστον εις την αγάπην σου. Εγώ ο δυστυχής δεν σε έδωσα την παραμικρήν αιτίαν, διά να συλλάβης έρωτα περί εμού. Δεδόσθω ότι συνέλαβες, χωρίς να το θέλης, και δεν ημπόρεσες να το κρύψης, με τοεξεμυστηρεύθης. Εγώ τι σε είπα; Με κάθε ειλικρίνειαν ψυχής ωμολόγησα ότι αμόρι να μεταχειρισθώ ικανός δεν είμαι, διά τα αίτια οπού σε επαρίθμησα, πολλώ μάλλον να υπανδρευθώ. Ευχαριστήθηκες εις μίαν απλήν αγάπην. σε υποσχέθηκα να φέρωμαι ωσάν αδελφός σου. Τούτο αν δεν σε εξαρκή, τι ημπορώ να βοηθήσω ο πτωχός περισσότερον;... Το γράμμα σου με έκαμε να χύσω δάκρυα, η απελπισία σου με σκοτώνει. Δεν με φθάνουν τα κρίματά μου, μόνον να έμβω και εις το αίμα σου; Σε παρακαλώ, να ζουν τα μάτια σου, αφήσου από έναν κακορίζικον, οπού δεν ημπορεί να εκπληρώση τα θελήματά σου. Στοχάσου πως είναι μάταια όλα τα κινήματά σου, πως φθείρεις την ζωήν σου με αυτήν την αθεμελίωτην ελπίδα σου. Αν ήμουν κανένας πονηρός άνθρωπος, ήθελα σε απατήσει, ήθελα κακομεταχειρισθή την εξουσίαν οπού με δίδεις. Πλην η καθαρά μου συνείδησις με εμποδίζει από το να φερθώ ωσάν ένας άτιμος. Δεν υποφέρει η καρδιά μου να γένης ολοκαύτωμά μου. Αν μονάχη σου αμελής και χρέος και τιμήν και συστολήν και τα καθήκοντά σου, ο φίλος σου, ο Λέανδρός σου, οπού τον ονομάζεις αχάριστον, κρίνει αναγκαίον να σε βοηθήση εις μίαν τοιαύτην περίστασιν. Το να ανταμωθώμεν κατά μόνας είναι επικίνδυνον και εις τους δύο μας. Λοιπόν, ησύχασε, κερά μου, αφήσου από αυτήν την ιδέαν οπού σε βασανίζει και ευχαριστήσου εις την αδελφικήν αγάπην, την οποίαν θέλεις εύρει εις εμένα μέχρι τάφου, και μένω
ο γνωστός σου
Από το βιβλίο Ρήγας Φεραίος: Σχολείον των ντελικάτων εραστών - εκδ. Εστία, 1994
(εικόνα: brown.edu)
Ετικέτες ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 1