Δημήτρης Δασκαλόπουλος: Γράμματα στον Ερμόλαο
31 Ιαν 2012Ι
Τα πράγματα είναι όπως τα γνώρισες.
Λίγο χειρότερα ίσως, γιατί
ο άνθρωπος συνηθίζει τις συφορές.
Η συφορά είναι ένα σκληρό προσκεφάλι όπου πλαγιάζω
και δε λέει να με πάρει ο ύπνος.
Τις νύχτες βυθίζομαι
σ' ένα μαύρο που αναιρεί το σκοτάδι
και μετρώ εκατό άσπρα πρόβατα
που ωρίμασαν για τη Λαμπρή
ή παραδίνομαι στα όνειρα. Σιγά σιγά συνηθίζω...
Κι όταν ανέβει ο ήλιος
πρέπει να στίψω δυνατά μιαν αχτίδα
-τόσο που ν' απομείνουν στα χέρια μου
οι χρυσές κλωστές της -
για να κατεβάσει μια σταγόνα φως.
Ύστερα αρχίζω το πάρε-δώσε με τις λέξεις
που κυκλοφορούν σαν λεωφορεία
ή σαν παραποιημένη είδηση.
Ξέρεις, απ' όλα τα μέσα συγκοινωνίας
τα πιο σαράβαλα είναι οι λέξεις'
κάθε τόσο μ' εγκαταλείπουν μεσοστρατίς.
Κάποτε
με λιγοστές φράσεις μπορούσες
να ταξιδέψεις μιαν απόσταστη πολλών χρόνων.
Τώρα βάζω τις λέξεις στη σειρά
φράζω την έξοδο με μιαν ολοστρόγγυλη τελεία
μα κείνες δραπετεύουν γλιστρώντας
πάνω στον άσπρο τοίχο της σελίδας.
Προτιμούν να γίνουν σύνθημα σε διαδήλωση
διαφημιστικό μήνυμα
ή ουρλιαχτό ζώου
την ώρα που σωριάζεται ο κατάδικος
πυροβολημένος από τ' απόσπασμα.
Πώς να σου γράψω, Ερμόλαε;
Βρίσκομαι πάνω σ' ένα κάρο
κατηφορίζοντας στενά καλντερίμια'
τ' άλογα αφηνίασαν και σπάσαν τα γκέμια.
Πώς να σου γράψω, Ερμόλαε;
Οι λέξεις που μου απόμειναν μυρίζουν σφαγείο.
Τις αποθέτω με τρυφεράδα στο χαρτί
μα κείνες αφορμίζουνε και στάζουν αίμα
όπως οι τρυπημένες παλάμες
του Εσταυρωμένου,
ΙΙ
Ερμόλαε,
τ' ανεπίδοτα γράμματά σου σκίζουν τον αγέρα
- σπαθιές μάχης.
Σου γράφω και μου απαντάς
χωρίς να επικοινωνούμε.
Στέκω απέναντί σου μιλώντας ψιθυριστά
πως εξομολογείται κανείς τα πάθη στη θεότητα
στο άγαλμα που τρίφτηκε, στην εικόνα που ξεθώριασε
ή όπως ξεφυλλίζει το βιβλίο των ημερών του
νύχτα χειμωνιάτικη σε παγωμένη κάμαρα
χωρίς φώτα κι ομιλίες γύρω του
και τρομάζει απ' τις πολλές λευκές σελίδες.
Στέκεις απέναντί μου και ξεφλουδίζεσαι
σαν το καρύδι που ανοίγει με κρότο
για να προσφέρει σάπιο καρπό.
Περίεργες, απροσπέλαστες καταστάσεις...
Βρίσκομαι μόνος, Ερμόλαε,
σε μια τεράστια αίθουσα προσπαθώντας
ν' ακούσω τα μηνύματά σου, να ξεδιαλύνω
τα συμφωνημένα λόγια σου τα συνθηματικά
ανάμεσα σε παράσιτα κι αλλότριους σκοπούς
όπως οι αρμαθιές των ζωντανών νεκρών
τα βράδια της Κατοχής γύρω απ' το ραδιόφωνο.
Σου γράφω στίχους
όπως οργώνει κανείς το χωράφι του
όπως δουλεύει τη λάσπη ο αγγειοπλάστης
για να χωράει ήλιο, καημό κ' ιδρώτα.
Ίσως κάποτε μετά από χρόνια
όταν θα εξαργυρώσω στο σιωπηλό βαρκάρη
το φως που μου δάνεισες στη ζωή
να διακρίνεις αποτυπώματα δακτύλων
στ' ανεπίδοτα γράμματά μου.
Σκέψου ότι προχτές ο αγέρας
πήρε το χειρόγραφο και το κύλησε
στο δάπεδο.
Οι λέξεις έσπασαν τότε με κρότο
και το δωμάτιο γέμισε
πήλινα συντρίμμια.
Από την Νέα Εστία, τχ. 1272
1 Ιουλίου 1980
Η πρωτότυπη φωτογραφία του ποιητή είναι από το megara.org
Ετικέτες ΠΟΙΗΜΑΤΑ 6