<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d88644137678078798\x26blogName\x3d%CE%B3%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%BC%CE%B1+%CF%83%CE%B5+%CF%87%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%AF\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://allilografia.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://allilografia.blogspot.com/\x26vt\x3d-4503636247666117187', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

γράμμα σε χαρτί

"Στην τσέπη του παλτού σου παλιό σουσάμι, φλούδα φυστικιών και το τσαλακωμένο γράμμα μου." - Γιάννης Βαρβέρης
 

Σαλβατόρε Κουαζίμοντο: Γράμμα της μητέρας

24 Ιαν 2008


Γλυκιά μάνα είναι πολλές ώρες που πέφτει ομίχλη'
ο ποταμός Ναβίλιο σκοτεινός σπάει στα τοιχώματα του
τα δένδρα φουσκώνουν από νερό καίγονται από χιόνι
Δε λυπούμαι στο Βορρά
και πολεμώ τον εαυτό μου.
Όμως συγγνώμη από κανένα δεν προσμένω
και είναι πολλοί αυτοί που μου χρωστάνε δάκρυα
σαν άντρας μ' άντρα.
Ξέρω πως είσαι ανήμπορη, πως ζεις
φτωχή σαν όλες τις μανάδες των ποιητών
και αγαπάς δίκαια και με μέτρο
τον ξενιτεμένο γιο σου. Σήμερα
Σου γράφω εγώ.
«Τελικά, θα πεις, ήρθαν δυο λέξεις από το παιδί
που έφυγε νύχτα σα φυγάδας
μ' ένα σακάκι και λίγους στίχους στη τσέπη.
Το δυστυχισμένο, τόσο άγριο, τόσο παράτολμο είναι
που κάποια μέρα θα μου το σκοτώσουν σε κάποιο μέρος».
Φυσικά θυμάμαι. Ήταν σε κείνον
το σταθμό τον άσημο με τα αργοκίνητα τρένα
που κουβαλούσαν μύγδαλα και πορτοκάλια
στο δέλτα του ποταμού Ιμέρα, γεμάτο κίσσες,
ευκάλυπτους και αλυκές.
Τώρα θέλω να σ' ευχαριστήσω
για την ειρωνεία που μου 'δωσες στα χείλη
το ίδιο απαλή με τη δικιά σου.
Αυτό το χαμόγελο με έσωσε
από κλάματα και πόνους μητέρα.
Και δεν πειράζει που αυτή τη στιγμή κλαίω
για σένα, για όλους που περιμένουν όπως εσύ
χωρίς να ξέρουν τι. Καλέ μου θάνατε,
μην την αγγίξεις. Μη σταματήσεις το ρολόι
να χτυπάει στης κουζίνας μας τον τοίχο.
Τα παιδικά μου χρόνια σμαλτώθηκαν
από τον ήχο της πλάκας του με τα ζωγραφιστά λουλούδια.
Μην της αγγίξεις τα μαραμένα της χέρια, την καρδιά της.
Αλλά ποιος ν' ακούει τάχατες ν' απαντήσει;
Ω, να λυπόσουνα θάνατε να 'χες ντροπή κάποια για τους γέρους
Γεια, σεβαστή, γλυκιά μου μάνα. Γεια σου.

Salvatore Quasimodo

Από την ανθολογία Παζολίνι, Ουγγαρέτι, Κουαζίμοντο
Εκδόσεις Αιγόκερως, 2000
μτφ: Στέλιος Κάτσικας

(φωτ: diariodipoesia.it)

Ετικέτες ,

Πινακοθήκη ~ Jean-Honoré Fragonard (1732-1806)

18 Ιαν 2008

6Love Letters6


6The Love Letter6

Ετικέτες

Ζυράννα Ζατέλη: Από "Το στοιχειωμένο αγροτόσπιτο", το γράμμα στο Στέφανο

13 Ιαν 2008


«... Και για να μη νομίζεις πως παλάβωσα απ’ τη θλίψη που έφυγες και δεν ξέρω τι λέω, θυμήσου τι μού 'λεγες όταν πηγαίναμε τα καλοκαίρια, απ’ τ’ άγρια ξημερώματα, νύχτα ακόμα, να μαζέψουμε καπνά, καβάλα στ' άλογο ή με τα πόδια, και πάντα που ξεκόβαμε απ' τους άλλους, να μη μας ακούν. Φαντάσου πως πάμε στην Αφρική, μου έλεγες, πέέέρα, στην Αφρική. Βρισκόμασταν στην Αφρική -άρχιζες τις αφρικάνικες ιστορίες, με υπνώτιζες- και μετά αλλάζαμε ταξίδι. Τώρα πατάμε στο Μεξικό, μου έλεγες. Μιλούν ισπανικά εδώ, πρόσεχε. Τεμπέληδες, φασίστες κι επαναστάτες ολκής παράγει ο τόπος. Κι άρχιζες καινούργιες ιστορίες... Τι ήταν της φαντασίας σου, τι πραγματικό, ούτε που μ’ ένοιαζε – "εδώ να γίνει ο τάφος μου"! θυμάσαι; Μ' έφτανε που με μάγευες. Και δεν ζητούσα εξηγήσεις. Ούτε και τώρα σου ζητώ εξηγήσεις. Καλά έκανες και έφυγες. Στην Αφρική, στο Μεξικό, στην Αίγυπτο με τις πυραμίδες... που πήγες; Στείλε μου ένα γράμμα και μάγεψέ με πάλι. Όπως τότε... Θυμάσαι; Βλέπαμε στα χώματα πατημασιές από κατσίκες κι αγελάδες, και μου 'λεγες: Πω-πω, από δω πέρασαν μόλις πριν λίγο τίγρεις, ελέφαντες, λιοντάρια... Το κοιτάς αυτό; Είναι πόδι από καγκουρώ, τέτοιο σημάδι αφήνει η καγκουρώ όταν περνάει - εδώ να γίνει ο τάφος μου αν σου λέω ψέμματα. Κι αυτό εδώ είναι γορίλλας. Κι αυτό τάρανδος. Κι αυτό λύκος. Λύκους είχαμε και στα δικά μας βουνά, δεν ήταν κάτι τόσο παράξενο. Ούτε το να πεις αλεπού ή αρκούδα - αρκούδες όσες θες όταν έρχονται οι γύφτοι. Εσύ γύρευες το απίστευτο. Ό,τι πιο απίστευτο να μου πεις, και γω να σε πιστεύω, γιατί και γω αυτό γυρεύω. Κι όταν λοιπόν τέλειωνε η παρέλαση των πιο παράξενων ζώων και δεν έβρισκες τι άλλο να μου πεις, έβρισκα εγώ. Όλο και κάτι έβρισκα που σου είχε διαφύγει. Κι όταν πια δεν έβρισκα άλλο, έφτιαχνα. Θυμήσου πόσα ανύπαρχτα ζώα τότε... είχαν περάσει μόλις πριν από λίγο - αμέσως μετά απ' τα πιο παράξενα, απ' τα απίστευτα...».

[...]Τρείς μέρες έγραφα το γράμμα. Και σ’ αυτές τις τρεις μέρες άλλο δεν έκανα από το να γράφω αυτό το γράμμα. Ούτε έτρωγα, ούτε έπινα, ούτε τίποτα. Και έλαμπα. Σα νάχα αναληφθεί από τη γη. Μόνο λίγες ώρες τη νύχτα κοιμόμουνα, με μια γλυκειά εξάντληση, πανευτυχής σα να μου συνέβαινε κανένα θαύμα που την άλλη μέρα πάλι με περίμενε το γράμμα. Ήταν σα να ζούσα έναν πρωτόγνωρο έρωτα. Σαν όλα να υπήρχαν, μα όλα, και δεν είχα παρά ν’ ανοίξω τα μάτια μου να τα δω. Την ίδια περίπου κατάσταση περνώ πάντα, όταν γράφω.

Όταν το τελείωσα ήταν σα να μην είχα αίμα, σα νάχαν κοπεί τα γόνατά μου, πως θα σωριαστώ νόμιζα, πως δεν είχα τίποτ’ άλλο να κάνω, άδειασα, κι ίσως να πέθαινα τώρα, έτσι ένοιωθα. Ήταν βέβαια και που δεν είχα φάει τίποτα τρεις μέρες.

Όσο έγραφα το γράμμα, όλα ήταν στο χέρι μου σχεδόν. Τώρα που τελείωσα, είδα πως ο Στέφανος έλειπε... έλειπε κι αυτός, όπως έλειπαν κι άλλα πράγματα, κι αυτό μ' έκανε να υποφέρω πάλι. Ήταν κάτι βασανιστικές ημέρες. Βασανιστικές και διαυγείς.

Έκλεισα τα δώδεκα φύλλα –μαζί κι ένα φύλλο μηλιάς- σε κίτρινο φάκελλο και περίμενα, ο Στέφανος να μας γράψει από κάπου, για να του το στείλω.


Από το βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη Περσινή αρραβωνιαστικιά
Εκδόσεις Σιγαρέτα (Oδός Πανός), Ιούλιος 1984



Ακόμα:
- η Ζυράννα Ζατέλη στα αυτοβιογραφικά

Ετικέτες ,

ο Δ. Σουρλής προς τον εκδότη της Αυγής: για την "Πάπισσα Ιωάννα" του Εμ. Ροΐδη

7 Ιαν 2008


Aγρίνι 1 Μαΐου 1866

Αξιότιμε κ. Εκδότα της «Αυγής»,

Το όνομά μου είναι Σουρλής κατοικώ εις το Αγρίνι κοντά εις τον ποταμόν, και είμαι συνδρομητής εις την αξιόλογον «Αυγήν» σας. Όταν ήμην νέος, υπήγα εις την Πάδοβαν να σπουδάσω ιατρικήν και έπειτα επέστρεψα εδώ, όπου υπανδρεύθην και κατοικώ τριάντα επτά χρόνους. Αλλ' ο Θεός δεν μου εχάρισεν ούτε αρρώστους ούτε τέκνα' προ δώδεκα χρόνων, μού επήρε και την γυναίκα μου και, διά να μη μείνω αβασάνιστος, μου έστειλεν εις τον τόπον της ένα οξύν ρευματισμόν, όστις με άφησε παραλυτικόν. Τώρα περιπατώ με δεκανίκια' επειδή όμως είμαι ευλαβής άνθρωπος, ευχαριστώ καθ' ημέραν τον Πανάγαθον Θεόν, λέγων ότι μ' εκούτσανε, διά να φθάσω ίσως αργότερα εις την τελευταίανμου κατοικίαν. Μόνη διασκέδασις, μου έμεινε το χωράφι μου, το οποίον με τρέφει, η εφημερίδα σας και η βιβλιοθήκη μου. Μέσα εις αυτήν έχω (κατά την συνήθειαν των ιατρών όσοι εσπούδασαν εις την Πάδοβαν), περισσοτέρους ποιητάς, συγγραφείς καί φιλοσόφους παρά ιατρούς. Τον Όμηρον, τον Πλάτωνα, τον Δάντε και τον Βιργίλιον,... τους οποίους θαυμάζω και σέβομαι ώς ιερά πράγματα, και διά τούτο ποτέ δεν τους ανοίγω, και εκτός αυτών τον Κάτουλλον, τον Αριόστον, τον Μπάιρον και τους άλλους μικροτέρους των οποίων την συναναστροφήν προτιμώ από τας ομιλίας των φίλων μου Αγρινιωτών, οίτινες διά τούτο με ωνόμασαν μισάνθρωπον. Αλλ' αυτή είναι μαύρη συκοφαντία' διότι εξεναντίας τόσον πολύ αγαπώ τους ανθρώπους, ώστε αν είχα χρήματα ή τουλάχιστον ποδάρια, ουδέ στιγμήν θα εμενα εεις το Αγρίνι. Αλλ' ας αφήσωμεν τους Αγρινιώτας και ας επανέλθωμεν ειε το προκείμενον. Σας έλεγα λοιπόν αξιότιμε κύριε εκδότα, ότι έχω μίαν καλήν βιβλιοθήκην και τον περισσότερον καιρόν μου περνώ με τα βιβλία μου. Την άνοιξιν, όταν ο ήλιος είναι ευχάριστος, διαβάζω εις το δώμα της καλύβης μου' το καλοκαίρι όπου αι ακτίνες του καίουν καταφεύγω υπό την σκιάν μιας γραίας πλατάνου, της οποίας τα περιττά κλαδιά με ζεσταίνουν το χειμώνα ώστε το δένδρον τούτο μου δίδει κατά τας περιστάσεις δροσιάν ή ζέστην, καθώς το φύσημα του Αισωπείου Σατύρου. Όλα τα ανωτέρω σας ανέφερα, κ. εκδότα, δια να σας αποδείξω ότι, αν και ονομάζομαι Σουρλής και κατοικώ εις το Αγρίνι, είμαι άνθρωπος διαβασμένος εις κατάστασιν να κρίνω περί γραμμάτων καλλίτερα ίσως από πολλούς δημοσιογράφους και λογίους της πρωτευούσης σας, οι οποίοι γράφοντες και διδάσκοντες από το πρωί έως το βράδυ δια να κερδίσουν το ψωμί των, δεν ευρίσκουν καιρόν ν' ανοίξουν βιβλίον και ως εκ τούτου... Αλλά το προοίμιόν μου καταντά πολύ μακρύ, ενώ ο τόπος σας είναι μετρημένος, με τα σωστά μου λοιπόν έρχομαι εις το προκείμενον.

Ένας κάποιος φίλος μου, κάτοικος Αθηνών, εις τον οποίον είχα στείλει μερικάς οκάδας ξανθόν καπνόν του Αγρινίου, μου έστειλεν ως αντάλλαγμα εν νεοφανές βιβλίον, επιγραφόμενον «Πάπισσα Ιωάννα» και τυπωμένον εις τα αξιότιμα πιεστήριά σας. Θέλων δε και να μου δείξη πόσον πολύτιμον ήτο το δώρον του, ότι δηλαδή ο καπνός μου ήτο καλοπληρωμένος, είχε περιτυλίξει το βιβλίον εις ένα σωρόν εφημερί­δας Χάρτην, Αλήθειαν, Independance, Παλιγγενεσίαν, Αυγήν, Εθνοφύλακα, Ομόνοιαν, Βυζαντίδα, Χρυσαλλίδα κτλ. κτλ., αι οποίαι το εσύσταινον ως ευφυέστατον, λίαν κακόηθες, χαριτόβρυτον, βορβορώ­δες, πολυμαθέστατον, κακόσχολον, θελκτικώτατον, αηδές, αξιάγαστον, ατιμωτικόν και ένα σωρόν άλλα επίθετα, τα οποία εμάλωναν τον εν με το άλλο. Μέσα εις τον φάκελλον ευρίσκετο και μία εγκύκλιος του σεβα­σμιωτάτου Επισκόπου Καρυστίας Μακαρίου, όστις με την ιδιάζουσαν εις τους καλογήρους ευαγγελικήν μετριοπάθειαν ωνόμαζε τον συγγρα­φέα «όργανον του Σατανά» και «κακούργον», το δε βιβλίον λοιμώδες, φθοροποιόν, έχιδναν ικανήν ολόκληρον οικίαν να δηλητηριάση κτλ. κτλ. Εκτός αυτής υπήρχε και άλλη εγκύκλιος φέρουσα τας υπoγραφάς των πέντε μελών της Συνόδου, την οποίαν εδιάβασαν και εις τας Εκκλησίας, απαγορεύοντες εις τους πιστούς την ανάγνωσιν του βλα­σφήμου συγγράμματος, δια να μη «βλαβώσιν ηθικώς και.. σωματικώς»! Όλα ταύτα, να σας ειπώ την αλήθειαν, εκέντησαν την περιέργειάν μου, και αφού πολλήν ώραν επονοκεφάλησα δια να συμβιβάσω τους τόσους επαίνους και τας τόσας ύβρεις, το τόσον λιβάνι και την τόσην λάσπην, τα οποία ο τύπος και η Εκκλησία έχυσαν επάνω εις αυτό το βιβλίον, απεφάσισα να το διαβάσω κι' εγώ, δια να σχηματίσω γνώμην με τα ιδικά μου μάτια και την ιδικήν μου κρίσιν. Η ανάγνωσις είναι ίσως αμαρτία μετά την απαγόρευσιν της Εκκλησίας αλλ' αν έσφαλα εγώ από περιέργειαν ως η πρώτη μας μητέρα, το αμάρτημα ας είναι εις τον Άγιον Καρυστίας, ο οποίος μ' έφερεν εις πειρασμόν' αν έγινα εγώ Εύα, εκείνος είναι ο όφις, όστις με ηπάτησε με τας μακράς σπείρας του καλογηρικών επιθέτων.

Ανέγνωσα λοιπόν κι' εγώ την «Πάπισσαν» και έρχομαι, αν μου συγχωρήτε, να σας είπω όχι περί του βιβλίου τούτου αλλά περί της ηθικής εν γένει και την ιδικήν μου γνώμην η μάλλον την γνώμην της βιβλιοθήκης μου. Πολλάκις εθαύμασα, κ. εκδότα, την σοφίαν και ακόμη περισσότερον το θάρρος των λογίων και προ πάντων των εφημεριδογράφων της πρωτευούσης σας, οι οποίοι, χωρίς ανάγκην άλλου βοηθήματος, όσα λέγουν τα λαμβάνουν από την πάνσοφον κεφαλήν των. Ομιλούν περί ιστορίας χωρίς να φέρουν ούτε μαρτυρίαν, περί συντάγματος και πολιτείας, εκβολάδων και θανατικής ποινής, ηθικότητος και φιλολογίας χωρίς ποτέ να καταδεχθουν να εξετάσουν αν ωμίλησαν και άλλοι δια τοιούτου είδους πράγματα. Πρό μηνών ανεφέ­ρετε με θαυμασμόν και απορίαν εις την αξιότιμον εφημερίδα σας ότι ένας κάποιος Κ. Ρηγόπουλος, εμπνευσθείς υπό Πνεύματος Αγίου, κατώρθωσε ν' ανασκευάση τον Pενάν χωpίς να τον αναγνώση. Το πράγμα είναι καθ' εαυτό αξιοθαύμαστον, δεν λέγω το εναντίον, αλλά πολύ πλέον αξιοθαύμαστα είναι ο θαυμασμός και η απορία σας, διότι τόσους πολλούς Ρηγοπούλους βλέπετε καθ' ήμέραν, ώστε να είσθε προ καιρού συνειθισμένοι εις τοιαύτα θαύματα. Ο παραμικρός των εφημεριδογρά­φων σας είναι εις το είδoς του θεόπνευστος προφήτης, ομιλών καί αποφασίζων περί ,πραγμάτων τα οποία ποτέ δεν έμαθε. Δεν ενθυμούμαι ποίος φιλόσoφος έλεγεν εις τους κατοίκους της πρωτευούσης σας:
Ω Αθήνα, πρώτη χώρα,
τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα!

αλλά το δίστιχον αυτό δεν μου φαίνεται σωστόν, πρώτον διότι δεν πρέπει να υβρίζωμεν κανένα, και δεύτερον διότι αντί γαϊδάρους έπρεπεν ο ποιητής να είπη προφήτας, θεοπνεύστους ανθρώπους, ικανούς να ομιλήσουν περί όλων των γνωστών πραγμάτων και πολλών άλλων ακόμη, κατόχους πάσης σοφίας, χωρίς να υπoπέσoυν εις το αμάρτημα να μασσήσουν τον απηγορευμένον της γνώσεως καρπόν. Το κατ' εμέ τους ανθρώπους τούτους τους σέβομαι, τους μακαρίζω, τους θαυμάζω ως σπάνια και περίεργα πλάσματα των οποίων το είδος εχάθη από όλα τα μέρη του κόσμου, και σώζεται εις μόνην την Ελλάδα' αλλά να τους μιμηθώ ούτε δύναμαι ούτε τολμώ. Καθώς δεν ημπορώ να περιπατήσω χωρίς δεκανίκια, ούτω και χωρίς βιβλία αδύνατον μου είναι να συλλο­γιστώ. Πριν αποφασίσω να είπω την γνώμην μου περί οποίου δήποτε ζητήματος, θέλω να ηξεύρω τι εστοχάζοντο περί αυτού ο Αριστοτέλης, ο Κάντ και ο Έγελ, αν ήτο το πράγμα φιλοσοφικόν, ο Άγ. Βασίλειος, ο Λούθηρος και ο Ρενάν, αν πρόκειται περί θεολογίας, ο Αθήναιος και ο Σαβαρέν, αν είναι ο λόγος περί μαγειρικής. Ο τρόπος αυτός μου φαίνεται ο φρονιμώτερος και ο ασφαλέστερος δια τους ανθρώπους εις τους οποίους δεν εχάρισεν ο Θεός παρά μόνον μυελόν και βιβλία' ο δέ άλλος τρόπος, να λέγω δηλαδή ο καθείς την γνώμην του χωρίς να φροντίζω περί του τι είπαν οι άλλοι, αρμόζει εις μόνους τους μεγαλοφυ­είς άνδρας και τους τρελλούς. Η μεγαλοφυία και η τρέλλα κατά την γνώμην πολλών φυσιολόγων είναι αδελφαί και ως τοιαύται έχουν τα ίδια προνόμια' λέγουν ό,τι θέλουν και αι αποφάσεις των είναι χρησμοί Πυθίας, η οποία καθώς διηγούνται πολλοί αρχαίοι, έπασχε και εκείνη από εν είδος τρέλλας, όταν εχρησμοδότει. Αλλ' οπωσδήποτε, όσον μεγάλα και αν υποθέσωμεν τα προνόμια των μεγαλοφυών ανθρώπων και των τρελλών, νομίζω ούχ ήττον (συγχωρήσατε την ελληνικούραν) ότι πολλοί των συναδέλφων σας, ομιλούντες περί ήθικης, εξεπήδησαν ολίγον τα όρια της συγχωρημένης... πρωτοτυπίας. Ούτω Π.χ. ο «Χάρτης» αφού ανύψωσεν έως εις τα άστρα την ευφυίαν, την γλαφυρότητα, την αττικήν χάριν, και τ' άλλα προτερήματα του συγγραφέως της «Ιωάννας», κατηγορεί έπειτα αυτόν διότι εισήγαγεν εις την Ελλάδα τον άσεμνον ρωμαντισμόν των Φράγκων, του οποίου ιδρυταί είναι, κατά τον «Χάρτην» ο «Πιρόν και ο Παρνύ», ενώ οι άνθρωποι αυτοί ήσαν αποθαμμένοι προ πολλού, όταν ο Ουγκώ και οι σύντροφοί του εφευρή­καν τον ρωμαντισμόν. Παρακάτω ευρίσκομεν ότι ο Ναπολέων εκάλλυνε την δύναμιν της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, και επί τέλους φαντάζεται ο αρθογράφος τον συγγραφέα γελώντα εις την ανάγνωσιν του άρθρου του – τούτο δεν δυσκολεύομαι να το πιστεύσω, εκτός αν πάσχη ο κ. Ροiδης από χρονικήν υποχονδρίαν. Μετά τον «Χάρτην» ήνοιξα τον «Εθνοφύλακα», ο οποίος εύχεται να «επανέλθη η Εκκλησία εις την εποχήν των μαρτύρων»! Τούτο το νομίζω οπωσούν δυσκολοκατόρθωτον' πιστεύω ακόμη ότι, αν επρότειναν εις τον αξιότιμον συντάκτην κ. Αναγνωστό­πουλον να τον κάμουν μάρτυρα, να τον βράσουν δηλαδή, να τον σουβλίσουν ή να τον τηγανίσουν, ήθελεν ειπεί όχι. Κατωτέρω ο ίδιος αρθρογράφος βεβαιώνει ότι «αι νεώτεραι κοινωνίαι έστρεψαν τα νώτα μετά βδελυγμίας εις πάσαν αντιχριστιανικήν ιδέαν». Άμποτε να ήτο τούτο αλήθεια' αλλά κατά δυστυχίαν αι νεώτεραι κοινωνίαι εξαντλούν δεκαεπτά εκδόσεις, του Ρενάν και αι αντίθρησκοι φωναί των είναι τόσον δυναταί, ώστε ακούονται έως το Αγρίνι. Ανέγνωσα και τα άρθρα της «Αυγής» σας ο συντάκτης λέγει ότι η «Ιωάννα» έχει «το προτέρημα να τον κρατή ώρας ολοκλήρους επ' αυτής ανυπόμονον να εμκμυζήση τα πολλά θέλγητρά της», και παρακάτω ότι είναι βιβλίον «βορβορώδες καί αηδές»' αι δύο αύται φράσεις δεν σας φαίνονται ολίγον αντιφατικαί; Ένας άλλος δημοσιογράφος συγχίζει τον αρχαίον φιλόσοφον Πύρρω­να, τον οποίον αναφέρει ο συγγραφεύς, με τον Γάλλον ποιητήν Πιρόν, πιστεύων, φαίνεται, εις την μετεμψύχωσιν' άλλος πάλιν... Αλλά αγρι­νιώτικη απλότης είναι το να κάθημαι να θαυμάζω τας πρωτοτυπίας των δημοσιογράφων σας, το αυτό σχεδόν πράγμα ωσάν να εθαύμαζα την αλμύρα της θαλάσσης, τα βώδια ότι έχουν κέρατα ή τα πτερά των πουλιών, ο καθείς θα με επερίπαιζε διά την ανακάλυψιν και θα είχε δίκαιον. Μίαν μόνην συμβουλήν θα μου συγχωρήσετε κ. εκδότα, να δώσω εις τους συναδέλφους σας, την οποίαν, αν ακολουθήσουν, θα γίνουν άτρωτοι ως ο Αχιλλεύς. Η συνταγή είναι εύκολος, συνίσταται εις το ν’ αποφεύγουν ως πονηρούς σκοπέλους τα γεγονότα και τα κύρια ονόματα, να μη ταράττουν την ησυχίαν του Πύρρονος, του Πιρόν καο Βοναπάρτε, αλλά να μιμούνται το καλόν παράδειγμα της «Αληθείας», ήτις επήνεσε την «Ιωάνναv» διά το άσπρο της χαρτί και το βαθύ μελάνι. Όταν δε θέλουν να κατηγορήσουν, τότε να λαμβάνουν ως πρότυπον καο υπογραμμόν τον Άγιον Καρυστίας, όστις με ευαγγελικήν πραότητα δεν ονόμασε τον συγγραφέα της Παπίσσης παρά μόνον «όργανον του Σατανά, έχιδναν, κακοήθη κακούργον», ή τον αξιότιμον συντάκτην του "Ανατολικού Αστέρος» κ. Καλαπόδην, Καλαποδάκην, δεν ενθυμούμαι καλά τό όνομά του, ο οποίος ωνόμασε το βιβλίον ατιμωτικόν. Και επειδή έτυχε περί καλαποδίων ο λόγος, ταύτα με έθύμισαν τα υποδήματα, την φράσιν δηλαδή ενός φίλου μου, όστις διίσχυρίζετο προχθές εις τό καφφενείον του Σπυροπούλου, ότι ο ωφελιμώτερος τρόπος να μεταχειρίζωνται μερικοί άνθρωποι το μελάνι των θα ήτο αν εμαύριζαν μ' αυτό τα υποδήματά των.

Αλλ' η επιστολή μου καταντά πολύ εκτεταμένη, ενώ αι στήλαι της εφημερίδος σας είναι δωρικού ρυθμού, ήγουν κονταί και δυσανάλογοι με την γεροντικήν μου πολυλογίαν. Αφίνων λοιπόν δι' άλλη φοράν την εξακολούθησιν ή μάλλον την αρχήν των όσα είχα να σας είπω περί ηθικής, σας παρακαλώ να με πιστεύετε δούλον και συνδρομητήν σας.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ ΣΟΥΡΛΗΝ


Από το βιβλίο ΡΟΪΔΗΣ
Εκδόσεις Κ. Μπούζας, 1979


Ετικέτες