<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d88644137678078798\x26blogName\x3d%CE%B3%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%BC%CE%B1+%CF%83%CE%B5+%CF%87%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%AF\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://allilografia.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://allilografia.blogspot.com/\x26vt\x3d-4503636247666117187', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

γράμμα σε χαρτί

"Στην τσέπη του παλτού σου παλιό σουσάμι, φλούδα φυστικιών και το τσαλακωμένο γράμμα μου." - Γιάννης Βαρβέρης
 

Άννα Αχμάτοβα: Γράμμα δεν πήρα σήμερα κανένα

25 Φεβ 2009


Γράμμα δεν πήρα σήμερα κανένα:
Θα ξέχασε, ίσως, ή έφυγε μακριά'
Με τρίλια η άνοιξη αργυρογελά,
Τα καράβια λικνίζονται ορμισμένα.
Γράμμα δεν πήρα σήμερα κανένα...

Ήταν μαζί μου πριν λίγο καιρό,
Ερωτευμένος, τρυφερός, δικός μου.
Μα ήταν λευκός χειμώνας, τώρα εντός μου
Φαρμάκι γίνεται η άνοιξη πικρό.
Ήταν μαζί μου πριν λίγον καιρό...

Δοξάρι ακούω να πάλλεται: με τόσο
Άλγος θανάτου που χτυπά, χτυπά,
Με ραγισμένη τρέμω την καρδιά
Τις τρυφερές γραμμές μη δεν τελειώσω...

Anna Akhmatova
(Анна Андреевна Ахматова)

[από τη συλλογή Βράδυ]


Από το Εντευκτήριο - τ.75, Δεκ.2006
Μετάφραση: Απόστολος Καρούλιας
Απόδοση: Κάρολος Τσίζεκ

Ετικέτες

Γιώργος Βέλτσος: "Eπιστολή"

20 Φεβ 2009

Image Hosted by ImageShack.us
Ό Άλλος λείπει. Αυτό με ενοχλεί κι εμένα. Κι όμως αντέχω το χτύπημα, πράγμα που σας απογοητεύει κι ας μην το κάνω γι' αυτό... Αν συμβεί να φύγω, σκεφτείτε πως έφυγα για να γίνω επί τέλους ο _Ά λ λ ο ς.
Ζακ Λακάν

Δεν θ' απευθυνθώ στον Γιώργο Χειμωνά. Δεν απευθύνεται κανείς στον επί τέλους άλλον. Δεν αλληλογραφεί μ' έναν νεκρό. Αλλογραφεί απλώς με τις φράσεις του, σ' ένα λουκρήτειο clinamen απέναντι του, που θα του επιτρέψει ίσως να προxωρήσει. Αυτογραφεί, εν τέλει, με μιαν αυτοταπείνωση, καλώντας τον νεκρό να επιστρέψει με τις αποφράδες μέρες, όταν, καλή ώρα, η αυτογραφία προσκαλεί σε μιαν αδύνατη ταxυδρομία. Αλλά νεκρώνεται κι αυτός με την αποστολή, διότι ο προορισμός είναι θάνατος, τόσο με το πεπαλαιωμένο όνομά του, την παλαιωνυμία του: λογοτεχνία, όσο και με το ανανεωμένο όνομά του, την καινωνυμία του: δημοσιογραφία. Αυτή είναι η μοίρα του λογοτέxνη που δημοσιογραφεί: Να επιβεβαιώνεται εκεί, και εξ ίσου εκεί να ταπεινώνεται, συνδυάζοντας δύο σε ένα: δημοσιοτεxνία. Παρά τις αντιστάσεις του, ο συγγραφέας υπόκειται στον καταναγκασμό της ίδιας πάντα κίνησης, που τον ωθεί να λέει ναι εκεί που θα έπρεπε να πει όχι, και να αντιστρέφει το "I would prefer no to" του γραφιά ήρωα, του Μέλβιλ σ' ένα «η πουτάνα κι αν κρυφτεί, η χαρά δεν την αφήνει».

Δεν γράφουμε λοιπόν στον τελικό μας προορισμό. Στoν αναγνώστη γράφουμε, στον επί τέλους ίδιον, τέτοιον, που η αιωνιότητα δεν τον άλλαξε ακόμη. Ενδιάμεσος είναι εδώ ο Χειμωνάς. Απ' όλους τους συγγραφείς που αναγνωρίζω, ο μόνος που αντέστρεψε τον λακωνικό ορισμό του συγγραφέα από τον Μπλανσό. Όχι «ο συγγραφέας, η βιογραφία του: πέθανε, έζησε και πέθανε», αλλά «ο συγγραφέας, η βιογραφία του: έζησε, πέθανε και έζησε». Διότι ο Χειμωνάς έγραψε ως νεκρός μ' ένα χέρι που πεθαίνει. Πέθανε όσο ακόμη ζούσε, για να πεθάνει πριν από τρία χρόνια ακριβώς. Του είχα τότε απευθυνθεί νεκρολογώντας τον, και δεν το ξανακάνω, αφήνοντας μόνο εκείνο το σήμα στον τάφο του στις παρυφές του Α' Νεκροταφείου να ειδοποιεί τη σταχτιά γάτα Graymalkin προς τα πού πρέπει να κοιτάζει «ακίνητη με το αδιαπέραστο μαύρο και χρυσό βλέμμα της αιλουροειδούς ευφυΐας του είδους από το όποιο ξέπεσε». «Ό,τι έζησα δεν ήταν για μένα. Τίποτε δεν ήταν για μένα. (...) Τίποτε δεν μου δόθηκε γι' αυτό που εγώ ήμουν. Ένας μικρός αέρας φύσηξε από πάνω μου κυμάτισε το χώμα πού με σκέπαζε. Τα αισθήματα των νεκρών γίνονται ταπεινοί ανακλαδισμοί της φύσης και είπα αυτό το φύσημα είναι ανακούφιση» (Ο Εχθρός του Ποιητή, εκδόσεις "Κέδρος", 1990, σ. 67).

Και τώρα, αναγνώστη-υποκριτή, κριτή όσων παρήλασαν μπροστά στα μάτια σου σε τούτη τη σελίδα-σήμα, στάσου και διάβασε το επίγραμμα που θέτω εγώ στου Χειμωνά τον τάφο, γράμμα στον εαυτό μου άλλον, τώρα πού αρχίζει ο επόμενος αιώνας, όπου όλοι μπορούν όλα να τα γράψουν, αρκεί να είναι ποίηση και να μη νευριάζουν.

Και άφησε να έχω για ψευδώνυμο το όνομα ενός παιδιού, όπως ο Χειμωνάς θέλησε σ' εκείνη την παράγραφο της Δύσθυμης Αναγέννησής του (εκδόσεις «Ύψιλον», 1987, σ. 79), που αντιγράφω:

"Αυτός ο αιώνας λόγου των ανθρώπων άρχισε όταν ο άνθρωπος έδωσε ονόματα στον κόσμο. Ο κόσμος αρχίζει τώρα να επιστρέφει αυτά τα ονόματα στους ανθρώπους. Θα τα επιστρέψει όλα μέχρι να μείνει χωρίς κανένα όνομα. Τότε θα έχει αρχίσει ο επόμενος αιώνας.

»Φάνηκαν οι πρώτες γυναίκες-ονόματα. Η Αιτία. Το παιδάκι Όκως. Ο Καιρός και η Βία».

Να μη με κρίνεις αυστηρά, παρακαλώ, που δεν κατάφερα να βγω απ' το ανθρώπινο. Δεν μπόρεσα να ξεφύγω από μια γλώσσα πού να μην είναι συναισθηματική, που να μην της επιτρέπεται να ομολογεί την αβυσσαλέα της φιλοδοξία: Όλα να τα λέει ποιήματα, χαρίζοντάς τους γλώσσα, σκοτώνοντάς τα δηλαδή.

«Γιατί ο θάνατος θα σημαίνει πάντα το μοναδικό -τελειωτικό και μοιραίο- άνοιγμα της φύσει κλειστής ύπαρξης προς τον Κόσμο. Αυτό το ιδεατό άνοιγμα, που στην ζωή το υποκαθιστούν δύο, διαφορετικές μεταξύ τους, μετριότερες αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνες πράξεις: η τρέλα και η τέχνη» (Έξι Μαθήματα για τον Λόγο, εκδόσεις «Ύψιλον», 1984, σ. 118).

Ιδού λοιπόν το παίγνιόν μου, το «γκέο-βαγκέο» μου. Ιδού το δικό μου αντίδωρο: το ποίημα.

Για να 'ναι το ίδιο,
ει δυνατόν μια για πάντα
-πνεύμα του σπιτιού,
φρόνημα υπερήφανο—,
για να 'ναι καθαρό,
πρέπει με το νεκρό
να είναι αγκαλιασμένο,
δύο φορές ειπωμένο,
από τη μια κι από την άλλη τη μεριά.
Σας πήραμε, σας πήραμε...
και ν' απαντούν
οι πεθαμένοι: Σας πήραμε κι εμείς.
Βάρος της ζωής μου,
τι άλλο θα 'πρεπε να πω;
Βάρος, που δεν μου είσαι τίποτα,
γιατί το έρμα μου είσαι.
Κι ύστερα, όταν οικείο γίνεσαι μαζί μου
κι αρχίσουν οι συνέπειες των λόγων
να με χτυπούν ευθεία στο νεκρό,
μην απαιτήσεις φρόνημα.
Με ξεπερνάει μέσα μου ό,τι συμβαίνει
μ' ένα λεπτό φαινόμενο χαράς
σαν μολυβιά στα χείλη.


Από το βιβλίο του Γιώργου Βέλτσου outre tombe "Aλληλογραφία" με τον Γιώργο Χειμωνά - εκδ. Πατάκη, 2008

Ετικέτες

Λένα Διβάνη: "Το τελευταίο γράμμα της χρονιάς..."

15 Φεβ 2009


ΕΚΤΑΚΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τελικά, το τελευταίο γράμμα της χρονιάς ήταν γραφτό να κλείσει επεισοδιακά. Άκου να δεις τι έγινε: Εγώ είχα ντυθεί κι ετοιμαζόμουνα να βγω -και με την ευκαιρία να ταχυδρομήσω και το εν λόγω- όταν χτυπάει η πόρτα και εμφανιζεται ο Μανώλης με λουλούδια στο χέρι. Επειδή του άνοιξα εγώ, η Άννα ήταν στο μπάνιο και λουζόταν εκείνη τη στιγμή, κόμπλαρε και τα έδωσε σ' εμένα μ' ένα στιλ πολύ αποδεικτικό του ότι γι' άλλην προορίζονταν. Τον περνάω μέσα αποφεύγοντας να τον ρωτήσω πώς από δω, για να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση - δηλαδή σε δυσκολότερη, γιατί ήδη είχε ένα look επιθανάτιου ρόγχου. Σε δυο λεπτά να σου και η Άννα με πετσέτα στο μαλλί και έκπληκτο ύφος στη μούρη. Τι έγινε, Μανώλη; Πώς από δω τέτοια ώρα; του κάνει τρίβοντας το μαλλί με μανία. Ο Μανώλης γυρίζει σ' εμένα και με παρακαλάει με ευγενικό αλλά σταθερό τρόπο (ξαφνικά σαν να βρήκε την ψυχραιμία του και ήξερε τι έκανε) να τους αφήσω μόνους. Εγώ λέω βεβαίως και σπεύδω να εξαφανιστώ, διατηρώντας φυσικά ένα καλό ακουστικό πόστο έξω από την πόρτα.
Μετά από ενός λεπτού εκατέρωθεν σιγή, ακούω τη φωνή του Μανώλη να λέει στην Άννα ότι έχει να κοιμηθεί δυο βδομάδες, ότι κοντεύει να τρελαθεί στη σκέψη ότι πλησιάζει ο καιρός που θα φύγει από τη Βοστόνη και δε θα μπορεί πια να τη βλέπει, έστω κι αυτό το λίγο, ότι κατάλαβε ότι δεν είναι μόνο ο θαυμασμός που τρέφει για το πρόσωπο της, αλλά κι ένα σωρό άλλα πράγματα, ότι την καταλαβαίνει, είναι σαν κι αυτήν στο βάθος, θέλει να τη βοηθήσει κλπ., κλπ. Ο Μανώλης από ένα σημείο και πέρα τα έχασε και μιλούσε χωρίς σπουδαίο ειρμό, ειδικά όσο έβλεπε ότι η Άννα τον άκουγε και δεν αντιδρούσε καθόλου. Ό,τι θυμόταν το έλεγε, μπας και συγκινήσει τη σκληρόκαρδη και πει κάτι, τέλος πάντων. Της είπε ότι η Μόλλυ έφυγε γιατί το κατάλαβε -και κείνος δεν της το έκρυψε άλλωστε, ότι είναι ερωτευμένος με την Άννα-, ότι πήρε και το παιδί, αλλά αυτός τη θυσιάζει ευχαρίστως όλη του τη ζωή, όσο κι αν του κοστίζει, αρκεί να τον θέλει εκείνη. Μου έδειξες ότι υπάρχει πάντα δρόμος, της λέει στο τέλος, αρκεί ν αντέχουν τα πόδια μας να τον βαδίσουμε. Εσύ μου έδειξες το δρόμο κι εγώ είμαι διατεθειμένος να τον βαδίσω, αρκεί να είσαι δίπλα μου. Κανείς δε θα σε αγαπήσει όσο εγώ. Και βέβαια το κλου της ομιλίας του ήταν ότι ήθελε να πουλήσει την επιχείρηση και να κατεβεί στην Ελλάδα, αν αυτή δεν μπορούσε με τίποτα να παραμείνει στη Βοστόνη.

Μαμά, ήταν τόσο συγκινητικός, που μου 'ρχόταν ν' ανοίξω την πόρτα και να τον αγκαλιάσω, τον καημένο. Δεν ήταν τόσο τα λόγια του, αλλά ο τρόπος που τα έλεγε. Κάποια στιγμή κουράστηκε και σταμάτησε, χωρίς να έχει αποσπάσει ούτε μια κουβέντα από την Άννα. Πέφτει μια βουβαμάρα για λίγο, τόσο που ετοιμαζόμουνα να φύγω - είχα πιαστεί σ' αυτή την άβολη στάση. Ξαφνικά η Άννα ανοίγει το στόμα και λέει τα κάτωθι περίπου: Μανώλη, σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, λες και της έδωσε καμιά συστατική επιστολή, ξέρω γω, και με τιμούν αφάνταστα. Εγώ σε εκτιμώ και σε συμπαθώ πάρα πολύ, αλλά πέραν τούτου ουδέν. Λυπάμαι αν με τη στάση μου σου έδωσα ψεύτικες ελπίδες ή λάθος εντυπώσεις. Αυτά τα έλεγε όχι τόσο ξερά, όπως τα γράφω εγώ για συντομία, αλλά πάντως ξερά. Ίσως να είναι αλήθεια ότι κανείς δε θα μ' αγαπήσει όσο εσύ -άλλωστε δε με αγάπησε μέχρι τώρα, γιατί να ελπίσω ότι αυτό θα συμβεί από δω και μπρος-, αλλά ειλικρινά σ' το λέω, το λιγότερο που μ' ενδιαφέρει σήμερα είναι ποιος και αν θα μ' αγαπήσει. Ας μη σώσει να μ' αγαπήσει κανείς! Δεν ενδιαφέρομαι ούτε επενδύω σ' αυτό. Η αγάπη των άλλων είναι η επισφαλέστερη μετοχή, Μανώλη, ρώτα και τη Μόλλυ να σου πει (αυτό τρομερή μπηχτή, ε; Χάλια θα τον έκανε η άτιμη). Εγώ, άλλωστε, τώρα μόλις βγήκα από μια μεγάλη μάχη -κανένας σας δεν ξέρει πόσο μεγάλη- και ετοιμάζομαι για μια ακόμα μεγαλύτερη. Με λίγα λόγια δεν μπορώ να κουβαλάω βάρη στα πόδια μου (έτσι ακριβώς το είπε, κυνικότατα). Άλλωστε τι θα κάνεις στην Ελλάδα; Θ' ανοίξεις άλλη πιτσαρία ή θα πας σε κανένα Ι.Ε.Κ. του κώλου να επιμορφωθείς, για να γίνεις λογιστής; Να σου πω εγώ τι θα κάνεις. Θα τριγυρνάς από πίσω μου νοσταλγώντας τη ζωούλα σου και το παιδάκι σου και το μαγαζάκι σου, και θα με εμποδίζεις, με τις τύψεις που θα μου φορτώσεις, να κάνω επιτέλους αυτό που θέλω.

Το περίεργο είναι ότι μιλούσε σαν ατμομηχανή, με φοβερή φόρα, σαν να μπήκε κανένας μπροστά της και να της έκοβε το δρόμο. Μη σου πω ότι ακουγόταν και κάπως φουρκισμένη. Τέλος πάντων, ο Μανώλης μετά από λίγο σηκώθηκε και μάλλον έφυγε με το ίδιο εισιτήριο. Δεν είμαι σίγουρη, γιατί αποσύρθηκα στα ιδιαίτερα διαμερίσματα μου, μη με πιάσουν και στα πράσα... Εγώ το ήξερα πάντως ότι κάτι θα πήγαινε στραβά. Πρώτη φορά εμφανίστηκε Μανώλης άνευ πίτσας και να το χοντρό στραπάτσο...

Τι σου λένε όλα αυτά; Θα ήθελα πολύ να το συζητήσουμε από κοντά - κατά προτίμηση στη βεράντα μας στο Λαγονήσι.

Υπομονή και όπου να 'ναι έρχομαι!

Ασπασία


Από το βιβλίο της Λένας Διβάνη Οι γυναίκες της ζωής της
εκδ. Καστανιώτη, 1997

Ετικέτες

Δ. Ι. Αντωνίου: XIX - Γράμμα

10 Φεβ 2009


Όταν θελήσεις, έχοντας πια την πείρα της αποτυχίας σου
τότε μπορείς να πεις υπεύθυνα το Όχι,
-αυτό το δώρο που λογαριάζει, έχοντας λογαριαστεί πρώτα

με την Τύχη και την Ατυχία σώμα με σώμα, κι όπως λέω:
πιθαμή προς πιθαμή, έστω! τότε μπορείς να με ζητήσεις
εμένα που έχω πει: «μια γαλήνη πικρή και μια ευχή θυσίας κερδισμένη
μπροστά στον κάμπο που απλώνεται χιονισμένος από μυγδαλιές...»-
Εκεί λοιπόν, μπροστά σ' ένα τέτοιο κάμπο που μπορεί να μην έχει πια άνθινο χιόνι
θα μιλήσουμε για το τί κάναμε από τότε, τότε
που σε αντιπαράθεση έταξα το θώρακα μου στο θώρακά σου
κι απ' αυτή τη σύγκρουση βγήκε πιο βαθύς ο ανθρώπινος ήχος της καρδιάς μας•
οι αρματωσιές μας συγκρούστηκαν από του μυαλού μας τις δολοπλοκίες
μα η καρδιά μας είταν βαριά από τον ανθρωπινό της δρόμο.
Έτσι τώρα σου γράφω πια, περιμένοντας
και μη περιμένοντας, όσο φτηνός και να 'ταν ο αγώνας,
πως θα 'ρθεις!..

Κι όλα αυτά που τα 'χουν ξεπεράσει οι αισθήσεις μου:
ζωές των ανθών και χλωμιάσματα, με κάποιον απάνθρωπο τρόπο
εγώ που είπα: «Τα λιμάνια που περισσότερο υπάρχουν καταμεσίς στη θάλασσα....»
που είπα: «Τα χέρια σου πρέπει να 'ναι λιγότερο ανθρώπινα...»
Σ' τα χαρίζω για μια καινούργια άγνοια, για μια καινούργια
νεότητα που δεν μπορεί να ξανάρθει πια.

-συλλογή: Ποιήματα - 1939-


Από το βιβλίο Δ.Ι. Αντωνίου, Ποιήματα - εκδ. Ερμής, 1998


(η φωτογραφία του Δ.Ι.Αντωνίου είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου)

Ετικέτες ,

Πινακοθήκη ~ George Bernard O'Neill (1828-1917)

5 Φεβ 2009

6The Broken Engagement6

Ετικέτες

Elias Canetti: Για την δημοσιοποίηση των επιστολών, του Φραντς Κάφκα

1 Φεβ 2009


Εκδόθηκαν επιτέλους σ' έναν τόμο 750 σελίδων αυτές οι επιστολές που περικλείουν τα μαρτύρια πέντε ετών. Το όνομα της μνηστής, που για πολλά χρόνια αναφερόταν διακριτικά όπως και του Κ. με το γράμμα Φ και μία τελεία, ώστε να μην ξέρουμε ποιο πρόσωπο κρυβόταν από πίσω αναγκάζοντας μας να ψάχνουμε και να μην το βρίσκουμε ποτέ, τώρα φιγουράρει με μεγάλα γράμματα στο εξώφυλλο του βιβλίου. Η γυναίκα στην οποία απευθύνονται οι επιστολές αυτές, έχει πεθάνει εδώ και οκτώ χρόνια. Πέντε χρόνια πριν από το θάνατο της, τις πούλησε στον εκδότη του Κάφκα και, όπως σκεφτόμαστε σε παρόμοιες περιπτώσεις, η «πολυαγαπημένη επιχειρηματίας» του Κάφκα απέδειξε ακόμη και την τελευταία στιγμή αυτή της την ικανότητα, που όχι μόνο σήμαινε πολλά για κείνον, αλλά του δημιουργούσε και αισθήματα τρυφερότητας.

Η αλήθεια είναι πως, όταν κυκλοφόρησαν οι επιστολές, ο Κάφκα ήταν ήδη σαράντα τρία χρόνια πεθαμένος, και παρ' όλ' αυτά η πρώτη αντίδραση που νιώσαμε -έφταιγε ο σεβασμός μας προς αυτόν και προς τη δυστυxία του- ήταν κάτι ανάμεσα σε δυσάρεστη αμηχανία και ντροπή. Γνωρίζω ανθρώπους που, καθώς προxωρούσαν στην ανάγνωσή τους, η ντροπή που ένιωθαν μεγάλωνε, γιατί δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από την αίσθηση πως δεν τους επιτρεπόταν να εισxωρήσουν σ' αυτούς τους χώρους.

Τους εκτιμώ πολύ, αλλά δεν συμφωνώ μαζί τους. Διαβάζοντας αυτά τα γράμματα ένιωσα μια συγκίνηση που είχα να νιώσω εδώ και πολλά χρόνια κατά την επαφή μου με διάφορα λογοτεχνικά έργα. Τώρα πια τα κείμενα αυτά ανήκουν στην κατηγορία των ασύγκριτων και μοναδικών αυτοβιογραφιών, αλληλογραφιών και απομνημονευμάτων με τα οποία τρεφόταν και ο ίδιος ο Κάφκα. Αυτός, που η κυριότερη ιδιότητα του ήταν ο σεβασμός, δεν δίσταζε να διαβάζει ξανά και ξανά τα γράμματα του Κλάιστ, του Φλωμπέρ και του Χέμπελ. Σε μια από τις πιο δυστυχισμένες στιγμές της ζωής του, «παρηγορήθηκε» όταν πληροφορήθηκε πως ο Γκρίλπαρτσερ δεν ένιωθε τίποτα πια, όταν μπόρεσε επιτέλους να κρατήσει στην αγκαλιά του την Κάτι Φραίλιχ. Για τη φρίκη της ζωής, που σπανίως συνειδητοποιούν οι περισσότεροι άνθρωποι, εκτός από ορισμένους που δεν τη λησμονούν ποτέ, λες και κάποιες εσωτερικές δυνάμεις τους έχουν ορίσει μάρτυρες υπάρχει μόνο μία παρηγοριά: η συμμετοχή τους στη φρίκη που ένιωσαν μάρτυρες παρελθόντων χρόνων. Πρέπει, λοιπόν, να χρωστούμε αληθινή ευγνωμοσύνη απέναντι στη Φελίτσε Μπάουερ, που φύλαξε και διέσωσε τα γράμματα του Κάφκα, παρόλο που άντεξε η καρδιά της να τα πουλήσει. Θα ήταν πάρα πολύ λίγο αν στην προκειμένη περίπτωση μιλούσαμε για ένα απλό ντοκουμέντο, όπως και στις αντίστοιχες περιπτώσεις, όπου θα ανακαλύπταμε μαρτυρίες για τις ζωές του Πασκάλ, του Κίρκεγκωρ ή του Ντοστογέβσκι. Όσο αφορά το άτομό μου, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως τούτες οι επιστολές έχουν εισδύσει στη σκέψη μου σαν κομμάτια μιας αληθινής ζωής και πως τώρα μου φαίνονται τόσο αινιγματικές και οικείες, σαν να μου ανήκαν από πάντα -από τότε- δηλαδή που άρχισα να προσπαθώ να φιλοξενώ εντός μου ανθρώπους, προσπαθώντας να τους καταλάβω όσο γίνεται καλύτερα.


Από το βιβλίο του Ελίας Κανέττι H άλλη δίκη, Τα γράμματα
του Κάφκα στη Φελίτσε

σε μετάφραση Αλέξανδρου Ίσαρη - εκδ. Scripta, 2002


(η πρωτότυπη φωτογραφία του Ελίας Κανέττι είναι από το tokland.com, και
η φωτογραφία του Franz Kafka και της Felice Bauer (1917) είναι από το pro.corbis.com)

Ετικέτες